ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

4 Δ. ΛΑΔΑΣ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ που αναφέρονταν στην καταργηθείσα διάταξη και αφορούν την θεμελίωση, λειτουρ- γία και λύση της σύμβασης εργασίας, δηλ. αναμφίβολα τις περιπτώσεις 1, 2, 3 και 6. Η νέα διάταξη όμως δεν καταλαμβάνει τις περιπτώσεις 4 και 5, διότι σε αυτές τις διαφο- ρές ελλείπει το υπόστρωμα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Αυτές, πλέον, ανή- κουν στις περιουσιακές διαφορές του άρθρου 614 § 4. Η τέταρτη περίπτωση του κα- ταργηθέντος άρθρου 663 ΚΠολΔ είναι η πρώτη περίπτωση του νέου άρθρου 614 § 4, ενώ η δεύτερη περίπτωση αφορά διαφορές από ασφαλιστική σχέση ιδιωτικού δικαίου και όχι από σχέση κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου. Για διαφορές σχετικά με τις τελευταίες σχέσεις αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια 9 . Ο δημόσιος υπάλλη- λος σίγουρα βιοπορίζεται από την εργασία του, όμως η θεμελιωτική και η λειτουργική σχέση είναι τελείως διαφορετικές. Διαφορές που αφορούν αξιώσεις που πηγάζουν από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάγονται στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 614 ΚΠολΔ). Με την αυτή διαδικασία δικάζονται και οι αναγνωρι- στικές αγωγές. Β. Έννοια εξαρτημένης εργασίας Για την υπαγωγή υποθέσεων στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών κρίσι- μη είναι η οριοθέτηση της έννοιας της εξαρτημένης εργασίας, δεδομένου ότι η έννοιά της δεν ορίζεται στο νόμο. Με την σύμβαση εργασίας που συνάπτεται μεταξύ του ερ- γοδότη, που μπορεί να είναι είτε φυσικό είτε νομικό πρόσωπο και του εργαζόμενου που είναι πάντοτε φυσικό πρόσωπο, ο εργαζόμενος αναλαμβάνει να παρέχει την εργα- σία του στον εργοδότη αντί χρηματικού ανταλλάγματος, που καλείται μισθός (άρθρα 648 και 649 ΑΚ). Τα essentialia negotii της έννομης σχέσης είναι η εργασία και ο μι- σθός, που τελούν μεταξύ τους σε ανταλλακτική σχέση, στην οποία ιδιαίτερη σημασία αναπτύσσουν τα προσωπικά στοιχεία. Για την θεμελίωση της σχέσης είναι αναγκαία η συμφωνία για παροχή εργασίας. Από τα άρθρα 648, 649, 653 και 655 ΑΚ προκύπτει ότι δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της συμβάσεως εργασίας το ύψος του μισθού που πρέπει να καταβληθεί, το οποίο, σύμ- φωνα με τα άρθρα 371-373 ΑΚ, μπορεί να αφεθεί να καθορισθεί από το ένα εκ των με- ρών ή από τρίτον. Σε συμβατικό επίπεδο μπορεί, καταρχήν, να ορίζεται μονομερώς και το είδος της σύμβασης, δηλ. εάν θα είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου 10 . Εάν δεν έχει συμφωνηθεί μισθός, ισχύει ο ειθισμένος μισθός, δηλ. ο μισθός που καταβάλλουν άλλοι εργοδότες για όμοιες εργασίες σε άλλους εργαζομένους με τα ίδια προσόντα, που παρέχουν την εργασία τους στον ίδιο τόπο και χρόνο και κάτω από τις ίδιες συν- θήκες. Ο συνηθισμένος (ειθισμένος) μισθός μπορεί να προσδιορίζεται και από τα κα- θοριζόμενα από τις οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ ή τις ΕΓΣΣΕ κατώτατα όρια μισθών ή και ποσοστό κείμενη νομοθεσία που ενσωμάτωσε την οδηγία 2006/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη. Σημ.: Η περ. 6 είχε προστεθεί με το άρθρο 23 § 1 Ν 3896/2010.». 9. Μακρίδου Κ. , ό.π. 10. ΑΠ 120/2016 ΔΕΕ 2016, 946. 4 5

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=