ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
1ης έκδοσης XV βλήματα, από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων. Δυστυχώς, στο πειθαρχικό πεδίο εξαιτίας σωρείας κακότεχνων και αντιφατικών ρυθμίσεων δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται ο αυτονόητος στόχος της ταχείας και διαφανούς αντιμετώπι- σης της δικηγορικής παραβατικότητας. IV. Αντίστοιχη σημασία για το δικηγορικό λειτούργημα έχει η ρύθμιση των αμοιβών. Ο νέος Κώδικας αντικαθιστά το προηγούμενο σύστημα των ελάχιστων αμοιβών, απελευ- θερώνοντας το ύψος της δικηγορικής αμοιβής και προς τα κάτω. Εισάγονται όμως νόμι- μες αμοιβές, οι οποίες τεκμαίρεται ότι συμφωνήθηκαν σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία περί του αντιθέτου. Πρόκειται για ένα επιτυχημένο συμβιβασμό της ανάγκης για εισαγωγή ενός πιο έντονου στοιχείου ελεύθερου ανταγωνισμού σε εκεί- νες τις δικηγορικές εργασίες οι οποίες δεν απαιτούν ιδιαίτερη ένταση γνώσης, με την προστασία της αξιοπρέπειας και οικονομικής επιβίωσης των δικηγόρων, ιδιαίτερα των νεότερων, που διαθέτουν τη μικρότερη διαπραγματευτική ισχύ. Οπωσδήποτε προβλη- ματική είναι, όμως, η ρύθμιση του άρθρου 61, η οποία εισήγαγε το απαράδεκτο κάθε διαδικαστικής πράξης ενώπιον δικαστηρίων ή δικαστών αν δεν υποβάλλεται γραμμάτιο καταβολής στο Δικηγορικό Σύλλογο των δαπανημάτων του δικηγόρου. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής εύλογα συνεπάγεται πειθαρχικές και άλλες ευθύνες για το δι- κηγόρο, διερωτάται όμως κανείς γιατί να συνδέεται με βαρύτατη κύρωση για τον ιδιώ- τη που αιτείται δικαστικής προστασίας και κατά κανόνα δεν συμμετέχει στη διευθέτηση των τυπικών εκκρεμοτήτων της δίκης. Η νομολογία ΣτΕ παγίως έκρινε ανάλογες ρυθμί- σεις ως αντισυνταγματικές, ανετράπη όμως με την πρόσφατη απόφαση 1858/2015 της Ολομέλειας, η οποία χαρακτηρίζεται συνολικά από την επικράτηση ταμειακής λογικής. V. Από την άλλη μεριά, ο νέος Κώδικας αδυνατεί είτε να υπερβεί αγκυλώσεις της πα- λιάς κληρονομιάς είτε να εξοπλίσει το δικηγορικό σώμα με νέα αποτελεσματικά εργα- λεία δράσης. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι αποτελούν, για παράδειγμα, φορείς διεκδίκησης των επαγγελματικών δικαιωμάτων του δικηγορικού κλάδου· εντούτοις, και ο νέος Κώ- δικας Δικηγόρων αποφεύγει να αναγνωρίσει ρητά το δικαίωμα των Δικηγορικών Συλ- λόγων να αποφασίζουν την αποχή ως μέσο πίεσης για την ικανοποίηση των αιτημάτων των δικηγόρων. Ακόμη και αν η δικηγορική αποχή καθιστά δυσκολότερη (καταρχήν όμως όχι αδύνατη) την άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας για τον πολίτη, ο νομοθέτης όφειλε να τολμήσει την αναγνώρισή της, ως συνδικαλιστικού μέσου αγώ- να, αντίστοιχου με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της απεργίας, αλλά και την τυποποίηση του τρόπου άσκησής της. Άλλωστε, η νομολογία του ΣτΕ, αλλά και επι- μέρους νομοθετήματα, έχουν ήδη διανύσει σημαντική απόσταση προς τη θέση αυτή. Επίσης, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν αναγορεύονται σε φορείς συλλογικής διαπραγμά- τευσης των όρων απασχόλησης των μελών τους σε ισχυρούς εντολείς (πιστωτικά ιδρύ- ματα, ασφαλιστικές εταιρίες, δημόσιο και ΟΤΑ κ.ο.κ.) ή σε εντολείς (π.χ. «εισπρακτικές
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=