ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΣΠΑΣΤΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΣΠΑΣΤΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ 4 Στην Γαλλία, η έννοια της αποσπαστής πράξεως συνδέθηκε ιστορικώς με την εξέλιξη της αιτήσεως ακυρώσεως. Από του έτους 1864 το ένδικο αυτό βοή- θημα ήταν δυνατόν να κατατεθεί και χωρίς δικηγόρο, βάσει του ∆ιατάγματος της 02.11.1864. Ο αιτών κατέβαλε τα έξοδα της δίκης, μόνον εάν απερρίπτε- το η αίτησή του. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να κατακλυσθεί το Conseil d’ Etat από σωρούς αιτήσεων, οι οποίες, λόγω του ότι συνετάσσοντο υπό ιδιωτών, ήσαν συνήθως αστήρικτες ή απλώς κακογραμμένες. Φοβούμενο λοιπόν το Ανώτατο Ακυρωτικό ∆ικαστήριο της Γαλλίας ότι η αίτηση ακυρώσεως ήθε- λε καταστεί λαϊκή αγωγή (action popularis), θέλησε να την περιορίσει και δια τον λόγο αυτόν αναζητούσε τρόπους παραπομπής της υποθέσεως στον δικα- στή της πλήρους δικαιοδοσίας 5 . Όταν μονομερείς διοικητικές πράξεις συνδέονταν με την κατάρτιση ή την εκτέλεση μιάς συμβάσεως της ∆ιοικήσεως, εθεωρούντο τμήμα ενός αδιαιρέ- του συνόλου (tout indivisible), το οποίον περιελάμβανε και αυτές και την σύμ- βαση. Οιαδήποτε διαφορά ανεφύετο εκ της εκδόσεως των εν λόγω πράξεων υπήγετο στον δικαστή της συμβάσεως. Ο ακυρωτικός δικαστής δεν μπορού- σε να ασχοληθεί με το αδιαίρετο σύνολο, το οποίον περιελάμβανε και την σύμ- βαση, αφ’ ενός μεν διότι η σύμβαση δεν είναι μονομερής, αλλά διμερής πρά- ξη και, κατά συνέπειαν, δεν ενέπιπτε στις υπό του νόμου οριζόμενες ως προ- σβλητές δι’ αιτήσεως ακυρώσεως πράξεις, αφ’ ετέρου δε διότι οι μονομερείς πράξεις, οι οποίες ενσωματώνονταν εις αυτό δεν μπορούσαν να ελεγχθούν δια δύο λόγους : α) λόγω της υπάρξεως παραλλήλου προσφυγής ενώπιον του δικαστού της συμβάσεως και β) λόγω της υποχρεώσεως σεβασμού των κε- κτημένων δικαιωμάτων των αντισυμβαλλομένων της ∆ιοικήσεως, η οποία απέρρεε εκ της συμβάσεως 6 . Όμως, με την πάροδο του χρόνου το Conseil d’ État αντελήφθη ότι η αίτηση ακυρώσεως δεν είχε γίνει λαϊκή αγωγή και ο προβλεφθείς κατακλυσμός αι- τήσεων ακυρώσεως δεν είχε επαληθευθεί 7 . Ανεζήτησε λοιπόν ένα μέσο, δια να ανακτήσει τον έλεγχο των μονομερών διοικητικών πράξεων, οι οποίες αφορούσαν σε συμβάσεις είτε ιδιωτικού είτε δημοσίου δικαίου. ∆ια τον λόγο αυτόν εγκατέλειψε την θεωρία του αδιαιρέτου συνόλου, η οποία ερείδετο επί της συνθετικής μεθόδου και άρχισε βαθμιαίως να αναλύει τα τμήματα του όλου. Απέσπασε εξ αυτού όσες μονομερείς πράξεις έκρινε σκόπιμο ότι έπρε- πε να αποχωρισθούν και τις υπήγαγε σε άλλη μορφή ελέγχου. Τοιουτοτρόπως η ανάλυση υπερίσχυσε της συνθέσεως. 5.  CHARLES Hubert : Actes rattachables» et “actes détachables» en droit administratif français : contribution à une théorie de l’opération administrative, L.G.D.J. 1968, σελ. 20. 6.  CONIDEC P.F. : Contrat et recours pour excès de pouvoir, R.D.P. 1950, σελ. 67. 7.  CHARLES Hubert : ε.α., σελ. 21.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=