ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΠΕΝ∆ΥΤΗ ΣΤΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ 82 έχοντας υποστεί απώλειες από τη μετάπτωση των χρηματιστηριακών αξιών από ανορθολογικά υψηλά επίπεδα στα επίπεδα ισορροπίας τους υποτιμούν πληροφο- ρίες με θετικό πρόσημο και υπερεκτιμούν πληροφορίες με αρνητικό πρόσημο 296 . Τα φαινόμενα υποαντίδρασης (underreaction) των επενδυτών σε γνωστοποιηθεί- σες πληροφορίες έχουν σαν αποτέλεσμα την αντίστροφη πορεία των χρηματι- στηριακών τιμών από εκείνη που αναφέρθηκε ανωτέρω. Σε ένα βραχυπρόθεσμο στάδιο υπάρχει δυσανάλογα μικρή άνοδος της χρηματιστηριακής τιμής μιας με- τοχής, για την οποία έχουν γνωστοποιηθεί ή δημοσιοποιηθεί θετικές πληροφορί- ες. Η προσαρμογή των διαθέσιμων πληροφοριών στη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής λαμβάνει χώρα αργά και σταδιακά σε μακροπρόθεσμο επίπεδο κατ’ από- κλιση από τις βασικές παραδοχές της Υπόθεσης της Αποτελεσματικής Κεφαλαι- αγοράς. ∆ιαβλέποντας αυτή τη γενικευμένη υποτίμηση μετοχών μπορούν έμπει- ροι επενδυτές να αξιοποιήσουν αυτή την αναντιστοιχία μεταξύ πραγματικής και χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής με σκοπό την αποκόμιση κέρδους από τη μεσομακροπρόθεσμη σταθερή άνοδο της χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής (momentum trading) 297 . β. Συμπεριφορικές ανωμαλίες ως προς την αντίληψη των ίδιων εκτιμητικών ικανοτήτων Η κεφαλαιαγορά αποτελεί πεδίο εφαρμογής par excellence της συμπεριφορικής ανωμαλίας της υπερβολικής αυτοπεποίθησης 298 . Υπό την προϋπόθεση ότι οι δρα- στηριοποιούμενοι στην κεφαλαιαγορά επιδιώκουν την επαύξηση του κέρδους τους, οι επενδυτές διακατέχονται εξ ορισμού από υπερβολική αυτοπεποίθηση 299 . Κι αυτό γιατί για την ανάπτυξη μιας τόσο ριψοκίνδυνης δραστηριότητας, όπως η επενδυτική, πρέπει να πιστεύουν ότι έχουν καλύτερες εκτιμητικές ικανότητες ως προς τις μελλοντικές χρηματοροές των υπό διαπραγμάτευση μέσων σε σχέση με τους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Βέβαια η πεποίθηση αυτή προϋποθέ- τει αποδοχή του διαφορετικού γνωστικού και εμπειρικού υποβάθρου μεταξύ των κερδοσκοπικά δραστηριοποιούμενων. Η διαφορετικότητα αυτή αποτελεί το θε- μέλιο διαφορετικών εκτιμήσεων και κατ’ επέκταση διαφορετικών προσδοκιών σχετικά με τις μελλοντικές αποδόσεις των υπό διαπραγμάτευση μέσων. 296. Barberis/Shleifer/Vishny (1998) , ό.π., σ. 310-313, Klöhn (2006), ό.π., σ. 113. 297. Σπύρου (2009), ό.π., σ. 123-129. 298. Daniel/Titman (1999), Market Efficiency in an Irrational World, Financial Analysts Journal 55(6), σ. 28,29, Σπύρου (2009), ό.π., σ. 94-96, 144-146, Pompian (2012), ό.π., σ. 39-40. 299. Fischhoff/Slovic/Lichtenstein (1977), ό.π., σ. 552-564, οι ίδιοι (1977), Behavioral Decision Theory, Annual Review of Psychology 28, σ. 1-39, Lichtenstein/Fischhoff (1977), Do those who know more also know more about how much they know?, Organizational Behavior and Human Performance 20(2), σ. 159-183, Koriat/Lichtenstein/Fischhoff (1980), Reasons for Confidence, Journal of Experimental Psychology: Human Learning and Memory 6(2), σ. 107-118, Odean (1998), ό.π., σ. 1887-1934, Βarber/Odean (2001), ό.π., σ. 261-292, Gervais/ Odean (2001) , Learning to be overconfident, Review of Finabncial Studies 14(1), σ. 1-27.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=