Η ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ
Η ratio και η σκοπιμότητα της κηρύξεως της αθωότητας του κατηγορουμένου 39 φωνα πάντοτε με την άποψη αυτή- και η νομολογιακή διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως. 122 Ωστόσο, πριν αναλυθεί η ratio της διατάξεως του άρθρου 518 ΚΠ∆ θα πρέ- πει να εξεταστεί διεξοδικότερα αν όντως είναι άσκοπη η παραπομπή στο δι- καστήριο της ουσίας, αν, με άλλα λόγια, σε αυτήν την περίπτωση, το δικαστή- ριο της ουσίας είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει τις παραδοχές του αναι- ρετικού δικαστηρίου ή αν θα μπορούσε να οδηγηθεί σε διαφορετική ερμηνεία ή /και εφαρμογή συγκεκριμένης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Και τούτο διότι οι προαναφερόμενοι λόγοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν ενδεχομέ- νως και άλλες περιπτώσεις αρμοδιότητας του Αρείου Πάγου 123 , ενώ η επιτά- χυνση της διαδικασίας δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει έναν συμβιβασμό με την αρχή της δίκαιης δίκης. Στην περίπτωση της παραδοχής του αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης ερ- μηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει περιθώριο διακριτικής ευχέρειας. 124 Με άλλα λόγια, κατά την ορθότερη άποψη το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από τη λύση της αναιρετικής αποφάσεως. 125 Πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 533 (: «συζήτησις ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής») του Σχεδίου του ΚΠ∆ 1934 προέβλεπε ρητή ρύθμιση του ζητήματος, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε στην προϊσχύσασα Π∆ του 1834. 126 122. Βλ. Wiedner , σε Graf, StPO, § 354, αρ. περ. 3. 123. Βλ. επίσης Maier/Paul, Anwendungsbereiche des 354 I a und I b StPO in der Recht- sprechung des BGH, NStZ 2006, 82, όπου αναφέρεται ότι και η διάταξη 354 Ια και I b του Γερμανικού Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας (: StPO) οδηγεί στην επιτάχυνση της διαδικασίας και την εξοικονόμηση των δικαστικών δυνάμεων και μειώνει την παραπομπή στο δικαστήριο της ουσίας των υποθέσεων λόγω νομικού σφάλματος στην επιμέτρηση. 124. Πρβλ. Berenbrink , Tatrichter oder Revisionsgericht - Wer bestimmt die Strafe?, Ein Beitrag zu den Grenzen eigener Sachentscheidung des Revisionsgerichts unter Be- rücksichtiging rechtstatsächlichen Befunde, GA 2008, 626, όπου υποστηρίζεται ότι δεν απαιτείται να δημιουργηθεί προσωπική αντίληψη του δικαστή για τον κατηγο- ρούμενο αναφορικά με όλες τις περιπτώσεις του άρθρου 354 του Γερμανικού Κώ- δικα Ποινικής ∆ικονομίας, πράγμα όμως αμφίβολο ως προς τη δυνατότητα επιβο- λής ποινής από το ίδιο το αναιρετικό δικαστήριο. 125. Βλ. Βουρλιώτη/Μαργαρίτη, Συμβούλιο παραπομπής και δέσμευσή του από την αναιρετική απόφαση (Σκέψεις με αφορμή την ΣυμβΑΠ 255/2017, σελ. 2014), 160 επ., Λ. Μαργαρίτη , ∆ικαστήριο παραπομπής και δέσμευσή του από την αναιρετι- κή απόφαση, Ποιν∆ικ 2012, 237 επ., του ίδιου , Ποινική ∆ικονομία - Ένδικα Μέσα, ΙΙ, Έφεση και αναίρεση κατά βουλευμάτων, 2012, σελ. 555 επ. 126. Βλ. Βουρλιώτη/Μαργαρίτη, Συμβούλιο παραπομπής και δέσμευσή του από την αναιρετική απόφαση (Σκέψεις με αφορμή την ΣυμβΑΠ 255/2017, σελ. 2014), Ποιν-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=