Η ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ
Η διαπλοκή των αρμοδιοτήτων του Αρείου Πάγου και των δικαστηρίων της ουσίας 40 Ενόψει του γεγονότος ότι ο ισχύων ΚΠ∆ δεν περιέχει ρητή ρύθμιση του ζητή- ματος, ενώ αρχική ρύθμιση δεν υιοθετήθηκε με τη σκέψη μάλιστα στην Αιτι- ολογική Έκθεση του Σχεδίου του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας ότι θα πρέπει να υπάρχει απόλυτη ελευθερία των ποινικών δικαστηρίων, ενώ ενδέχεται να υπάρχει και κυμαινόμενη νομολογία του Αρείου Πάγου, 127 υποστηρίχθηκε αρ- χικά η άποψη ότι το δικαστήριο της παραπομπής δε δεσμεύεται από τη λύση που έδωσε στο νομικό ζήτημα ο Άρειος Πάγος. 128 Ωστόσο, τo άρθρο 3 παρ. 4 του Ν 3810/1957 προβλέπει ότι «αι αποφάσεις της Ολομελείας του Αρείου Πάγου και των τμημάτων δεσμεύουν τα επιλαμβανό- μενα της αυτής υποθέσεως δικαστήρια ως προς τα υπ’ αυτών επιλυθέντα νο- μικά ζητήματα, πλην της εκ του άρθρου 834 παρ. 2 Πολιτικής ∆ικονομίας πε- ριπτώσεως». Ορθά επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη καταλαμβάνει και τις ποινι- κές αποφάσεις. 129 Εξάλλου, η συγκεκριμένη αντιμετώπιση του ζητήματος σα- φώς επιρρωνύεται από το ότι αντίθετη ερμηνεία παραβλέπει τη διάρθρωση των δικαστικών μηχανισμών και την ουσία του ενδίκου μέσου της αναιρέσε- ως, ισχυροποιεί την τάση των κατώτερων δικαστηρίων να παραμένουν αμε- τακίνητα στις αρχικές τους θέσεις ως μορφή αντιδράσεως στη διαφορετική κρίση των ανωτέρων τους, μεταβάλλει τον Άρειο Πάγο σε γνωμοδοτικό συμ- βουλευτικό όργανο, ναρκοθετεί την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ιδέα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, νεκρώνει την συνταγματικής περιωπής (:άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος) λειτουργική αποστολή του Αρείου Πάγου για έλεγχο της σωστής αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων και ιδιαίτερα ∆ικ 2018, 160, όπου αναφέρεται ότι στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 533 του Σχεδίου του ΚΠ∆ του 1934 προβλεπόταν ότι «το δικαστήριο τούτο (= της παραπομπής) δεσμεύεται μόνον εκ της υπό του Αρείου Πάγου δοθεί- σης λύσεως επί παντός νομικού ζητήματος». 127. Βλ. Πρακτικά, τεύχ. Β’, 1957, σελ. 246 (: «αφ’ ενός μεν διότι δέον κατ’ αρχήν εν τοις ποινικοίς δικαστηρίοις να κρατή απόλυτος ελευθερία, αφ’ ετέρου δε διότι είναι ενδεχόμενον να υπάρχη και κυμαινομένη νομολογία του Αρείου Πάγου»). 128. Βλ. ∆έδε, Ποινική ∆ικονομία, έκδοση ένατη, 1989, σελ. 620, Ι. Ζησιάδη, Ποινική ∆ι- κονομία, τόμος Γ’, 1977, σελ. 306, Μπουρόπουλου, Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής ∆ικο- νομίας, τόμος Β’, 1957, σελ. 212 και 302, Ρίκου , Η διαδικασία ενώπιον του δικαστη- ρίου της παραπομπής (μετ’ αναίρεσιν) κατά τον ΚΠ∆, ΠοινΧρ 1982, 97 επ., Παπαδα- μάκη , Ποινική ∆ικονομία, 7 η έκδοση, 2017, σελ. 498, περ. 601. 129. Βλ. Βουρλιώτη/Λ. Μαργαρίτη, όπ.π., Ποιν∆ικ 2018, 160 επ., ιδίως 161, ∆αλακούρα, Ποινικό ∆ικονομικό ∆ίκαιο, Τόμος Ι, 2012, σελ. 133 κ.ε, Λ. Μαργαρίτη, Ποινική ∆ι- κονομία - Ένδικα Μέσα, ΙΙ. Έφεση και αναίρεση κατά βουλευμάτων, 2012, σελ. 557, του ιδίου, ∆ικαστήριο παραπομπής και δέσμευσή του από την αναιρετική απόφα- ση, Ποιν∆ικ 2012, 241 επ., Καρρά , Η Αναίρεση στην Ποινική ∆ίκη, 2013, σελ. 457, του ίδιου , Ποινικό ∆ικονομικό ∆ίκαιο, 2011, σελ. 982, Κονταξή , Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας, τόμος Β’, 2006, σελ. 3314.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=