ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Γεώργιος Σωτηρόπουλος 27 Οδηγίας 2013/34/ΕΕ) 40 . Η μη θεσμοθέτηση υποχρέωσης υιοθέτησης συγκεκρι- μένων πολιτικών ΕΚΕ είναι απόρροια, όπως ήδη έχει αναφερθεί, κατ’ αρχήν της αδυναμίας καθορισμού τέτοιων πολιτικών για όλες τις επιχειρήσεις. Γι’ αυτό και επαφίεται στις ίδιες τις επιχειρήσεις το αν και ποιες πολιτικές ΕΚΕ θα εφαρμό- σουν. Όταν όμως μία επιχείρηση υποχρεούται να δημοσιοποιήσει τις υιοθετηθεί- σες πολιτικές ή να εξηγήσει σαφώς και αιτιολογημένως την απουσία τέτοιων πο- λιτικών, η επιχείρηση στην ουσία δεν έχει διακριτική ευχέρεια, αλλά εξαναγκά- ζεται να υιοθετήσει τέτοιες πολιτικές, καθώς η όποια προσπάθεια αιτιολόγησης της τυχόν απουσίας τέτοιων πολιτικών μπορεί να εκληφθεί από την αγορά ως μη χρηστή εταιρική συμπεριφορά, πράγμα που μπορεί να έχει αντίκτυπο στην ίδια την επιχείρηση (π.χ. μπορεί οι καταναλωτές, στο βαθμό, που εκτός από την τιμή και την ποιότητα ενδιαφέρονται για κοινωνικά ζητήματα, να αντιμετωπί- σουν αρνητικά τα προϊόντα της επιχείρησης). Στην ουσία δηλ. για να λειτουργεί μία επιχείρηση δεν αρκεί η συμμόρφωση προς το νόμο (νομιμότητα), αλλά απαι- τείται επιπλέον και ένα είδος κοινωνικής νομιμοποίησης. Η πίεση μάλιστα στις επιχειρήσεις καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη ενόψει του ότι καλούνται στην ουσία να συμμορφωθούν όχι προς μία νομικά προσδιορισμένη υποχρέωση, αλλά προς ένα τελείως ρευστό πλαίσιο αρχών, πράγμα που δημιουργεί το κατάλληλο έδα- φος, ούτως ώστε να εξωθηθούν οι επιχειρήσεις σε μία άτυπη πλειοδοσία κοινω- νικής ευαισθησίας, η οποία εφόσον είναι πραγματική και όχι κατ’ επίφαση προ- καλεί κόστη. Θα πρέπει δε να παρατηρηθεί, ότι το εν λόγω πρόβλημα είναι πιο έντονο στο πεδίο της ΕΚΕ σε σχέση με εκείνο της εταιρικής διακυβέρνησης, κα- θώς στην τελευταία υπάρχουν διαμορφωμένοι αναλυτικοί κώδικες με κοινές σε μεγάλο βαθμό αρχές, οι οποίοι προσφέρουν ένα επαρκές εργαλείο συμμόρφω- σης στις επιχειρήσεις πέραν βεβαίως των τυχόν ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων σε επιμέρους ζητήματα. Στο πεδίο της ΕΚΕ, η οποία από τη φύση της είναι εξαι- ρετικά ρευστή, η συμμόρφωση καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει η εξής κρίσιμη παρατήρηση σε νομοτεχνικό επίπεδο, η οποία αποκαλύπτει και μία τάση των τελευταίων ετών: ο έμμεσος – πλην ισχυρότατος – εξαναγκασμός των επιχειρήσεων να εφαρμόσουν πολιτικές ΕΚΕ κείται από πλευράς νομικής δεσμευτικότητας μεταξύ νομοθετικής επιταγής και οικειοθελούς συμμόρφωσης, καθώς αποτελεί ένα νέο υβριδικό είδος νομι- κού εξαναγκασμού 41 . Με τη θέσπιση εταιρικής δημοσιότητας για ζητήματα ΕΚΕ αίρεται στην ουσία ο εθελοντικός χαρακτήρας της ΕΚΕ, μάλιστα δε οι επιχειρή- σεις εξαναγκάζονται να συμμορφώνονται με κανόνες, που τίθενται (στην καλύ- τερη περίπτωση) από διεθνείς οργανισμούς ή ακόμη και από ιδιωτικούς φορείς (βλ. χαρακτηριστικά την πρόβλεψη στα άρθρ. 151 παρ. 1 στοιχ. ε΄ τελ. εδ. και 40. Αναλυτικά Λιβαδά , Το ΔΣ της ανώνυμης εταιρείας και οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνη- σης, 2016, 99 επ. 41. Spießhofer , ό.π., NZG 2018, 442 ff., 445 ( “soft law with hard sanctions” ), η ίδια , in Hauschka/Moosmayer/Lösler, ό.π., Rn. 8, Birk , in Fezer/Büscher/Obergfell, ό.π., Rn. 6.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=