Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΟΜΙΛΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ EΝΩΣΗ

256 Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΟΜΙΛΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ προοίμιο του Κανονισμού 848 αναφέρεται ότι η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών προϋποθέτει τη στενή συνεργασία των συνδίκων 962 . Η δεσμευτικότητα αυτή αποσκοπεί στην ενιαία αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας στην Ε.Ε 963 . 703. Το καθήκον συνεργασίας μεταφράζεται αφενός σε μια σύμμετρη ανταλλαγή πληροφοριών και αφετέρου σε ένα συντονισμό των ενεργειών που θα συμβάλλει την αποτελεσματική διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας ή στην αποτελεσματική ρευ- στοποίηση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων 964 . Η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά σε μεγάλο βαθμό την αναγγελία και την εξέλεγξη των πιστώσεων προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας πιστωτής θα ικανοποιηθεί πέραν του οφειλουμένου ποσού καθώς επίσης και κάθε αμφισβήτηση στενώς συνδεόμενη με αυτές 965 . Μπορεί όμως να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικές με το ενεργητικό και το παθητικό των διαδικασιών και τις δυνατότητες εκκαθαρίσεως του, μέτρα επαυξήσεως την πτωχευτικής περιουσία, τους προτεινόμενους όρους ενός ενδεχόμενου πτωχευτι- κού συμβιβασμού, αμφισβητούμενες εμπράγματες εξασφαλίσεις, το εργατικό δυναμι- κό, ενδεχόμενους αγοραστές και γενικώς κάθε πληροφορία η οποία μπορεί να αφορά άμεσα ή έμμεσα μια εκ των δύο διαδικασιών γενικότερα και την αναδιάρθρωση της επιχειρήσεως ειδικότερα 966 , καθώς και όλα τα μέτρα που μπορούν να αποσκοπούν στην περάτωση των διαδικασιών 967 . Στην πράξη, το καθήκον συνεργασίας βρίσκει τη δικαι- ολογητική του βάση στην αρχή της καθολικότητας την οποία επιχειρεί να αποκαταστή- σει μαζί με την ενότητα της πτωχευτικής περιουσίας που διαταράχθηκε από την έναρ- ξη της δευτερεύουσας διαδικασίας και την απομόνωση συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων 968 . 704. Περαιτέρω, έχει υποστηριχθεί ότι η υποχρέωση ενημέρωσης που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 3 του Κανονισμού 1346 969 δεν είναι αμφίδρομη αλλά μιας κατευθύνσεως, ήτοι δεσμεύει το διαχειριστή της δευτερεύουσας διαδικασίας αφερεγ- γυότητας, έναντι του διαχειριστή της κύριας λόγω της πρωτοκαθεδρίας της δεύτερης 962 Βλ. αιτ. σκ. 48 του προοιμίου του νέου Κανονισμού. 963 Βλ. αιτ. σκ. 23 του προοιμίου του νέου Κανονισμού. 964 Βλ. αιτ. σκ. 48 του προοιμίου του νέου Κανονισμού και άρθρο 41 παρ. 2 περ. γ΄ του νέου Κανονι- σμού. 965 Βλ. Virgós M.-Schmit E., ο.π., σελ. 141, παρ. 230 και άρθρα 31 παρ. 1 του Κανονισμού και 41 παρ. 2 περ. α΄ του νέου Κανονισμού. 966 Παρά το γεγονός ότι ο διαχειριστής αφερεγγυότητας της κύριας διαδικασίας μπορεί να έχει πλη- ρέστερη εικόνα για το ποια περιουσιακά στοιχεία μπορούν να εκποιηθούν σε καλύτερη τιμή και με ποιο τρόπο, ο διαχειριστής της δευτερεύουσας είναι σε θέση να υποδείξει εάν αυτά τα περιου- σιακά στοιχεία είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της επιχείρησης και άρα για την ομαλή επάνο- δο της στην αγορά με το πέρας της διαδικασίας αφερεγγυότητας, βλ. Hess B., Oberhammer P., Pfeiffer Th., ο.π., σελ. 359. 967 Βλ. άρθρο 31 παρ. 1 του Κανονισμού και άρθρο 41 παρ. 2 του νέου Κανονισμού. Βλ. επίσης Μιχα- λόπουλο Γ., ο.π., 2007, σελ. 201. 968 Βλ. Μιχαλόπουλο Γ., Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον συντονισμό των διαδικασιών αφερεγ- γυότητας κατά το άρθρο 31 του Κανονισμού 1346/2000, ΔΕΕ 4/2008, σελ. 477 και Wessels B., Cross-border insolvency law in Europe: Present status and future prospects, PER/PELJ, 2008, σελ. 88. 969 Αντιστοιχεί στο άρθρο 41 παρ. 2 περ. γ΄ του νέου Κανονισμού.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=