ΠΡΟΒΟΛΗ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Τα χαρακτηριστικά του συστήματος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας 33 η διαφορά, ο δικαστικός έλεγχος διενεργείται δε, υπό τον όρο ότι το ένδικο βοήθημα ή μέσο έχει ασκηθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου για την επί- λυση της υπόθεσης 7 . Τούτο οφείλεται ταυτόχρονα, και στον παρεμπίπτοντα έλεγχο συνταγματικότητας που ισχύει στη χώρα μας, χαρακτηριστικό το οποίο είναι αλληλένδετο με αυτό του διάχυτου ελέγχου 8 . Παρεμπίπτων έλεγχος είναι ο έλεγχος που ασκείται επ’ αφορμής μίας συγκε- κριμένης υπόθεσης 9 . Ο παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότη- τας των νόμων, συνεπάγεται ότι κύριο αντικείμενο της δίκης δεν είναι η ίδια η συμφωνία της νομοθετικής διάταξης με το Σύνταγμα 10 , αλλά ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται εφόσον έχει ανοιχθεί δίκη για συγκεκριμένη έννομη διαφορά, δηλαδή έχουν πληρωθεί όλες οι δικονομικές προϋποθέσεις ανάλογα με τη φύση της διαφοράς, και στην ένδικη αυτή διαφορά έχει εφαρμογή η συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη η οποία ελέγχεται ως αντίθετη στο Σύνταγμα 11 . Οι δικονομι- κές προϋποθέσεις αφορούν τις γενικές και ειδικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται προκειμένου να φτάσει μία υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου και το ένδικο βοήθημα ή μέσο να ασκηθεί παραδεκτά 12 . Αυτές αφορούν την τήρηση των προθεσμιών, την προσήκουσα νομιμοποίηση του δικηγόρου, την καταβολή των προβλεπόμενων παραβόλων, την ύπαρξη εννόμου συμφέρο- ντος ή ενεργητικής νομιμοποίησης. Το τελευταίο συνεπάγεται, ταυτόχρονα, ότι προκειμένου να εξεταστεί ο ισχυρισμός περί παραβίασης του Συντάγματος 7. Κ. Γιαννακόπουλος , Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ό.π., σελ. 161 επ. 8. Βλ. Κ. Χρυσόγονος , Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 135. 9. Βλ. και ΕΣ Ολ 1277/2018: «Β. Ως εκ του παρεμπίπτοντος χαρακτήρα του δικαστικού ελέγ- χου της συνταγματικότητας των νόμων, ο έλεγχος αυτός ασκείται μόνον εφ’ όσον από το αποτέλεσμά του εξαρτάται η αποδοχή ή απόρριψη του συγκεκριμένου, κάθε φορά, έν- δικου βοηθήματος. Διαφορετικά, όταν, δηλαδή, η κρίση για την ενδεχόμενη αντίθεση της εφαρμοστέας στην εκδικασθείσα υπόθεση ρύθμισης του νόμου προς υπερνομοθετι- κής ισχύος διατάξεις και, κατ’ επέκταση, το ισχυρό ή μη αυτής δεν συνέχεται, κατά νομι- κή αναγκαιότητα, με την έκβαση της δίκης , τέτοιος έλεγχος δεν επιτρέπεται και ο δικα- στής κωλύεται να προβεί στην άσκησή του. Ακριβώς τα ίδια ισχύουν και επί πρότυπης δί- κης, πολύ περισσότερο που, υπό την αντίθετη εκδοχή, η Ολομέλεια, αντί να δικαιοδοτή- σει, θα εξέφερε γνώμη, με αποτέλεσμα την ουσιώδη αλλοίωση του θεσμού, θα κατέληγε δε, έχοντας η ίδια υπερβεί την εξουσία της από το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, να προκαταλάβει, ενόψει της ηθικής δέσμευσης που συνεπάγονται οι αποφάσεις της, τους δικαστές των κατώτερων σχηματισμών, κατά τρόπο που δεν συνάδει με την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους». 10. Ευ. Βενιζέλος , Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2015, σελ. 245 επ. 11. Βλ. και Λ. Παπαδοπούλου , Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π . , σελ. 92 επ. 12. Βλ. αναλ. σχετικά και Β. Μπουκουβάλα , Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νό- μων και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, ό.π., σελ. 72 επ.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=