ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Όπως είχα ήδη τονίσει στον πρόλογο της 1ης έκδοσης του παρόντος, η νομική επιστή- μη, ως εφηρμοσμένη επιστήμη, αποτελεί κενό γράμμα, χωρίς τη μόνιμη και ζωντανή σύνδεσή της με τη νομολογία, που δίνει την εικόνα της πραγμάτωσης της νομικής θεω- ρίας μέσα από τη ζώσα δικανική πραγματικότητα. Τα ανωτέρω ισχύουν πολλώ μάλλον για το ποινικό δίκαιο, που αποτελεί έναν από τους πιο «ζωντανούς» και άμεσα συνυφα- σμένους με την καθημερινή πράξη κλάδους του δικαίου. Η διάγνωση αυτή αποτελεί βί- ωμα του συγγραφέα του παρόντος πονήματος, που επί δεκαετίες προσπαθεί, αφ’ ενός μεν να εμπλουτίσει τη δογματική κατάρτιση μέσω των εξαιρετικά πολύτιμων εμπειριών που προσφέρει η ενασχόληση με την πράξη, αφ’ ετέρου δε να εφαρμόσει στην πράξη τις στέρεες και βαθιές γνώσεις που προσφέρει η ενασχόληση με το ποινικό δόγμα, θέτο- ντας έτσι εαυτόν στην υπηρεσία της προσπάθειας ομαλής και λειτουργικής «ζεύξης» θε- ωρίας και νομολογίας. Τις εμπειρίες αυτές θέλησα να μεταφέρω στο παρόν πόνημα, το οποίο σκοπό έχει να σταχυολογήσει μία σειρά σημαντικών αποφάσεων της νομολογίας, που σηματοδό- τησαν την εξέλιξη αυτής, συνδέοντάς τις και με τις αντίστοιχες θέσεις στη θεωρία, έτσι ώστε να μπορέσουν να αναλυθούν και να αξιολογηθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Η ζεύξη αυτή υπηρετεί, για τους λόγους που προανέφερα τόσο τη θεωρία όσο και τη νο- μολογία επ’ ωφελεία της νομικής επιστήμης στο σύνολό της. Η απρόσμενα θετική ανταπόκριση που βρήκε το παρόν εγχείρημα από τις πρώτες ημέ- ρες της έκδοσής του, αλλά και η ανάγκη διεύρυνσης της σχετικής θεματολογίας με ακό- μα περισσότερα ενδιαφέροντα ζητήματα που απασχολούν έντονα την πράξη, οδήγησαν στη σημερινή δεύτερη έκδοση, ριζικά αναθεωρημένη, επικαιροποιημένη, επηυξημένη και βελτιωμένη. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι αποφάσεις της νομολογίας που έχουν σπουδαιότητα και ενδιαφέρον είναι πάμπολλες, με αποτέλεσμα τυχόν εξαντλητική αναφορά σε αυτές να καθίσταται αδύνατη. Έτσι, η αναγκαία επιλογή έπρεπε να γίνει με βάση κάποια κριτή- ρια, από τα οποία, βέβαια, δεν θα μπορέσει ποτέ να λείψει ένα στοιχείο αυθαιρεσίας και υποκειμενικότητας. Τα βασικά, πάντως, κριτήρια για την επιλογή των αποφάσεων ήταν, αφενός ο συσχετισμός τους με ένα ή περισσότερα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα του ποινικού δικαίου, αφετέρου το εάν μια συγκεκριμένη απόφαση αποτέλεσε είτε κορύ- φωση της σχετικής νομολογίας είτε σταθμό στην εξέλιξη αυτής πάνω στο συγκεκριμέ- νο δογματικό ζήτημα. Όπως θα γίνει εύκολα αντιληπτό, λήφθηκε μέριμνα προκειμένου να υπάρξει μια σχετική «διασπορά» της θεματικής, σε ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=