ΓΕΝΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

170 ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ πληρωθεί το υπόλοιπο τμήμα, μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του από την αδυ- ναμία ή την υπερημερία και για το υπόλοιπο τμήμα της συμβάσεως και με τους ίδιους όρους και για το μέρος που εκτελέστηκε ήδη (ΑΚ 386). Από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει καταρχάς ότι μπορεί ο Β να ασκήσει δικαι- ώματα και στο υπόλοιπο τμήμα και ιδίως σε αυτό που εκτελέσθηκε ήδη. Η ΑΚ 386 θα εφαρμοσθεί αναλόγως στην πλημμελή εκπλήρωση μιας τμηματικής παροχής 25 . Ο δανειστής θα ασκήσει τα δικαιώματά του από την πλημμελή εκπλή- ρωση ώς προς τις πλημμελώς εκπληρωθείσες. Ως προς το σύνολο της παροχής, θα ασκήσει τα δικαιώματα μόνον αν η πλημμέλεια είναι τόσο σοβαρή, ώστε ή δεν έχει συμφέρον στην εκπλήρωση ή υπάρχει βάσιμος φόβος ότι η πλημμέλεια θα συνεχισθεί και αφού τάξει προηγουμένως εύλογη προθεσμία προς άρση της πλημμέλειας στον οφειλέτη και αυτός δεν συμμορφωθεί 26 . ΙV. Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών (ΑΚ 388) Α. Σημασία και προϊστορία Το τελευταίο άρθρο του κεφαλαίου για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις είναι από τα διασημότερα του ΑΚ και πλέον πρωτοποριακά από την εποχή που ετέθη σε ισχύ. Ρυθμίζει την ανατροπή της συμβάσεως όταν μεταβληθούν οι συνθήκες κατ’ εξαίρεση της αρχής της δεσμευτικότητας από τη σύμβαση (pacta sunt servanda), επειδή η ισορροπία μεταξύ των συμβαλλομένων έχει ανατραπεί κατά τρόπο δυ- σβάστακτο για τη μία πλευρά. Κατά την ΑΚ 388 § 1, Αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πί- στης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβα- ρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κα- τά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξ ολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμ η. Προσεκτική ανάγνωση της διατάξεως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διατύπωση των προϋποθέσεων αποδίδει τουλάχιστον μια αντίστοιχη θεωρία που είχε υπο- στηριχθεί για το ενδεχόμενο ανατροπής μιας συμβάσεως. Ο όρος “ τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέ- ρη στήριξαν τη σύναψη “, αποδίδει τη θεωρία του δικαιοπρακτικού θεμελίου, κα- τά την οποία τα μέρη στηρίζουν τη σύναψη μιας συμβάσεως σε ένα κοινό θεμέ- λιο, το οποίο αν ανατραπεί, δικαιολογεί τη μη δέσμευση. Επίσης αντανακλά τη θεωρία της “προϋποθέσεως”, κατά την οποία η σύμβαση προϋποθέτει ότι συνε- 25. Γεωργιάδης , § 29 αρ. 33. 26. Γεωργιάδης , § 31 αρ. 4. 28 29 30 31

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=