ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

18 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Όσο για μένα, το αξιώνω, ο ίδιος να ᾽μαι ο κύριος του σπιτιού μου, εγώ να κυβερνώ τους υπηρέτες τη λεία που κέρδισε ο ξακουστός πατέρας μου». 9 Τότε στη μέση μπήκε ο γιος του Πολύβου, ο Ευρύμαχος: «Τηλέμαχε, αυτά εναπόκεινται στην κρίση των θεών, ποιος από τους Αχαιούς θα βασιλεύσει στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη. Τα χτήματά σου είναι βέβαια δικά σου, στο σπίτι σου εσύ ᾽σαι ο αφέ- ντης. Και να μη σώσει κάποιος, όποιος, χωρίς την άδειά σου, το βιός σου με τη βία ν᾽ αρπάξει, όσο η Ιθάκη κατοικείται από ανθρώ- πους. Αλλά, ωραίε και γενναίε εσύ, θέλω να σε ρωτήσω για τον ξένο: ποιος είναι κι από πού; για ποια, δική του χώρα καμαρώνει; ποια η γενιά του κι η πατρίδα του; ποιο χώμα τον ανάστησε; Ή μήπως φέρνει κάποιο νέο για τον πατέρα σου; Εκτός κι αν ήλθε για δικό του όφελος, από δική του ανάγκη. Παράξενο που τόσο απότομα πετάχτηκε να φύγει· καν δεν περίμενε να γνωριστούμε. Πάντως στην όψη του δεν έδειχνε τίποτε ταπεινό». 10 Στην αγορά των Ιθακησίων ο Αντίνοος θέτει την πρόταση να στείλει ο Τηλέμαχος τη μητέρα του πίσω στο πατρικό της σπίτι για να μην υπάρχει πρόβλημα στον οίκο του Οδυσσέα. Η πρόταση απορρίπτεται από τον Τηλέμαχο που ευθαρσώς καλεί τους μνηστήρες να «ξεκουμπι- σθούν» από το ανάκτορο του Οδυσσέα ( ἔξιτέ μοι μεγάρων ). 9.   «Ἀντίνο᾽, εἴ πέρ μοι καὶ ἀγάσσεαι ὅττι κεν εἴπω, καί κεν τοῦτ᾽ ἐθέλοιμι Διός γε διδόντος ἀρέσθαι. ἦ φῂς τοῦτο κάκιστον ἐν ἀνθρώποισι τετύχθαι; οὐ μὲν γάρ τι κακὸν βασιλευέμεν· αἶψά τέ οἱ δῶ ἀφνειὸν πέλεται καὶ τιμηέστερος αὐτός. ἀλλ᾽ ἦ τοι βασιλῆες Ἀχαιῶν εἰσὶ καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ, νέοι ἠδὲ παλαιοί, τῶν κέν τις τόδ᾽ ἔχῃσιν, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς αὐτὰρ ἐγὼν οἴκοιο ἄναξ ἔσομ᾽ ἡμετέροιο καὶ δμώων, οὕς μοι ληΐσσατο δῖος Ὀδυσσεύς» (α, 388 -398) 10.  Ο Ευρύμαχος παίρνει το λόγο και δεν θέλει να αντιπαρατεθεί στον Τηλέμα- χο, αλλά επιδιώκει να μάθει ποίος ήταν ο ξένος που τον είχε επισκεφθεί (δη- λαδή η θεά Αθηνά).

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=