Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ

Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης 5 Τη νομολογία του Δικαστηρίου ακολούθησε στην οικοδόμηση του «ευρωπαϊκού συνταγματισμού» η θεωρία του κοινοτικού δικαίου, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμικών Θεμάτων) ενώ ο «συνταγματικός νομοθέτης» των Κοινοτήτων και της Ένωσης, δηλαδή τα Κράτη- μέλη, ως κύρια των Συνθηκών, κατά κανόνα ακολουθούσε στην αποτύπωση των αρχών του «ευρωπαϊκού συνταγματισμού» στις Συνθήκες. Η αποτύπωση αυτή, που ποτέ δεν ήταν πλήρης (λ.χ. η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης ου- δέποτε αποτυπώθηκε στις Συνθήκες 12 ), αποσκοπούσε αφενός στο να διασφαλίσει την αναγκαία νομική βεβαιότητα και αφετέρου στο να ανακόπτει κάθε φορά την επίδειξη εκ μέρους του Δικαστηρίου ενός «αξιοσημείωτου δικαστικού ακτιβισμού για τις ανάγκες της ολοκλήρωσης» 13 . Ο «ευρωπαϊκός συνταγματισμός» κατ’ επέ- κταση αποτελεί ένα κράμα νομολογιακών αρχών, θεωρητικών προσεγγίσεων και νομικών ρυθμίσεων, που καθορίζουν τη «συνταγματική ταυτότητα» της Ευρωπαϊ- κής Ένωσης. Έτσι, ο παραπάνω ορισμός του «ευρωπαϊκού συνταγματισμού» αντα- ποκρίνεται στην έννοια του ουσιαστικού συντάγματος (συνταγματισμός με την ευ- ρεία του όρου έννοια) 14 . Ο «ευρωπαϊκός συνταγματισμός» δεν οικοδομήθηκε στο κενό αλλά σε ένα διαρκή διάλογο με τα συντάγματα και τις συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών-μελών, που διακρίνονται για την ποικιλομορφία τους. Έτσι, γίνεται λόγος για τον «ευρω- παϊκό συνταγματικό πλουραλισμό» 15 . Όπως σημειώνει ο Ingolf Pernice, «το υπερε- θνικό ως πρόσθετο συνταγματικό επίπεδο δεν είναι ιεραρχικά ανώτερο ή κατώτε- ρο από το Εθνικό Σύνταγμα· τα δύο αντιπαρατίθενται και αλληλοσυμπληρώνονται με μια πλουραλιστική έννοια. Το Ευρωπαϊκό Συνταγματικό Δίκαιο δεν είναι ξεχω- ριστό, αλλά βασίζεται στα εθνικά συντάγματα. Ευρωπαϊκό και Εθνικό Συνταγματι- κό Δίκαιο είναι με πολλούς τρόπους συνυφασμένα και αλληλένδετα, αποτελούν ένα 12. Με τη Συνταγματική Συνθήκη επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η ενσωμάτωση ρητής διά- ταξης για την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου. Ωστόσο η Συνθήκη της Λισαβόνας) πε- ριορίστηκε σε προσαρτημένη Δήλωση (αρ. 17) της ΔκΔ, σύμφωνα με την οποία: «Η Δι- άσκεψη υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, οι Συνθήκες και το δίκαιο που θεσπίζεται από την Ένωση βάσει των Συνθηκών υπερισχύουν του δικαίου των κρατών μελών, υπό τους όρους που ορίζονται στην εν λόγω νομολογία». Επίσης, η Διάσκεψη προσάρτησε γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου σύμφω- να με την οποία «…. Το γεγονός ότι η αρχή της υπεροχής δεν θα περιληφθεί στη μελλο- ντική Συνθήκη ουδόλως μεταβάλλει την ύπαρξη της αρχής και την υφιστάμενη νομολο- γία του Δικαστηρίου». 13. Κρ. Ιωάννου, Ο έλληνας δικαστής ως εφαρμοστής του κοινοτικού δικαίου, ΕΕΕυρΔ 1985, σελ. 98. 14. Κ. Χρυσόγονου, Γιατί το Σύνταγμα; Ιστορικές προϋποθέσεις του συνταγματισμού, δι- αθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://constitutionalism.gr/site/wp-content/mgdata/ pdf/458.pdf, σελ. 18 15. M. Avbelj και J. Komárek (eds), Constitutional Pluralism in the European Union and Beyond, οπ. παρ.· K. Tuori, European Constitutionalism, οπ. παρ.· N. Walker, The idea of constitutional pluralism, MLRev 2002 , σελ. 317-359.

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=