ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ (2 ΤΟΜΟΙ)
Γ. Σωτηρόπουλος 173 Γενικές διατάξεις Άρθρο 1 πρόκειται για ζήτημα θεμελίωσης ευθύνης με βάση τα εργαλεία του κοινού δικαίου (ερμη- νεία σύμβασης, ευθύνη από αδικοπραξία ή διαπραγματεύσεις, Ελευθεριάδης , Η προστα- σία ..., 195 επ.). (β) Δεύτερον, σε περίπτωση άσκησης ελέγχου επί της εταιρίας από τον μέτοχο, ο οποίος έλεγχος είναι εντονότερος όταν ο μέτοχος είναι επιχείρηση (δηλ. επί ομίλων επιχειρήσε- ων, Σινανιώτη-Μαρούδη , ΕΕμπΔ 2003, 535 επ., Χατζηνικολάου-Αγγελίδου , 26 ο ΣΕΕΠ, 2017, 50 επ., Μικρουλέα , 26 ο Συνέδριο ΣΕΕ, 184 επ., Πίτσος , 26 ο Συνέδριο ΣΕΕ, 689 επ.). Θα πρέ- πει να παρατηρηθεί ότι ο έλεγχος per se δεν απαγορεύεται (παρότι επί ομίλων επιχειρήσε- ων δεν λείπουν και περί του αντιθέτου απόψεις) και ως εκ τούτου δεν μπορεί άνευ άλλου τινός να θεμελιώσει ατομική ευθύνη του ελέγχοντος ( Ελευθεριάδης , Η προστασία ..., 189 επ.), επιπλέον δε για την αντιμετώπιση του ενδεχόμενου πρόκλησης ζημιάς στην ελεγχόμε- νη εταιρία, πράγμα που βεβαίως συνιστά πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, προ- σφέρεται – ελλείψει ειδικών διατάξεων ειδικά για τους ομίλους επιχειρήσεων, όπου το πρό- βλημα είναι πιο έντονο – η δυνατότητα θεμελίωσης εσωτερικής ευθύνης του ελέγχοντος με- τόχου έναντι της ίδιας της εταιρίας με βάση την υποχρέωση πίστης ( Καραμανάκου , Η υπο- χρέωση πίστης ..., 336 επ.) αντί της εξωτερικής ευθύνης του έναντι τρίτων συνεπεία κάμψης της νομικής προσωπικότητας. (γ) Τρίτον, επί πραγματικής υποκεφαλαιοδότησης της εταιρίας από τον μέτοχο (βλ. αναλυ- τικά Τζουγανάτο , Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση …, 59 επ., 139 επ., Ελευθεριάδη , Η προστα- σία ..., 201 επ.). Με τον όρο αυτό περιγράφεται ο μη εφοδιασμός της εταιρίας με τα ίδια κε- φάλαια (εννοείται πέραν του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου) που απαιτούνται με βάση το είδος και την έκταση της ασκούμενης δραστηριότητας. Η πραγματική υποκεφαλαιοδότηση θα πρέπει να διακρίνεται: (i) από την ονομαστική (όπου οι μέτοχοι εφοδιάζουν την εταιρία με τα απαραίτητα κεφάλαια χορηγώντας τα όμως ως δάνεια και όχι ως μετοχικό κεφάλαιο, πράγμα που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγήσει στην αντιμετώπιση των εν λόγω δα- νείων ως ίδια κεφάλαια, βλ. αναλυτικά υπό το άρθρ. 159), (ii) από την υπερχρέωση (όπου το ενεργητικό της εταιρίας είναι μικρότερο από τις υποχρεώσεις της προς τρίτους), (iii) από την έλλειψη περιουσίας (η οποία μπορεί να οφείλεται στην κακή πορεία της εταιρίας και όχι στην ελλιπή της χρηματοδότηση από τους μετόχους) και (iv) από την κακή οικονομική κατά- σταση της εταιρίας, η οποία μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους. Παρότι η πραγμα- τική υποκεφαλαιοδότηση αποτελεί ίσως το πιο συχνό πεδίο προβληματισμού ως προς την κάμψη, εντούτοις και εδώ η θεμελίωση ευθύνης δεν είναι απλή. Το βασικό πρόβλημα εντο- πίζεται στη δυσχέρεια προσδιορισμού από την οικονομική επιστήμη της αναγκαίας ποσό- τητας ιδίων κεφαλαίων, που απαιτεί κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, παρότι βεβαίως δεν αποκλείεται κάποιες ακραίες περιπτώσεις πραγματικής υποκεφαλαιοδότησης να είναι πρόδηλες. Επιπλέον, δεν είναι απαραίτητα μεμπτή από οικονομική σκοπιά η προσφυγή μί- ας επιχείρησης σε εξωτερικό δανεισμό (αντί της άντλησης ιδίων κεφαλαίων από τους μετό- χους της), καθώς το μείγμα της χρηματοδότησης μίας επιχείρησης (ήτοι η σχέση ιδίων προς ξένα κεφάλαια) είναι ένα από το πιο αμφισβητούμενα ζητήματα στον χώρο της οικονομικής θεωρίας. Τέλος, κάθε άλλο παρά αυτονόητο μπορεί να θεωρηθεί από τη σκοπιά του δικαί- ου των κεφαλαιουχικών εταιριών ότι οι μέτοχοι θα πρέπει – πέραν του ελάχιστου μετοχι- κού κεφαλαίου – να τροφοδοτήσουν την εταιρία με ίδια κεφάλαια ανάλογα με το είδος και 38 39
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=