ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ (2 ΤΟΜΟΙ)
174 Γ. Σωτηρόπουλος Γενικές διατάξεις Άρθρο 1 την έκταση της δραστηριότητάς της, ακόμη κι αν θεωρητικά θα μπορούσε κανείς να κατα- λήξει σε ασφαλή συμπεράσματα ως προς το ποια είναι η ιδανική και απαραίτητη από πλευ- ράς χρηματοδότησης ποσότητα ιδίων κεφαλαίων (το γερμανικό ακυρωτικό, στην υπόθεση Gamma [BGH, Urteil vom 28.04.2008 - II ZR 264/06], απέρριψε την ύπαρξη αντικειμενικής ευθύνης εταίρου ΕΠΕ για πραγματική υποκεφαλαιοδότηση αφήνοντας ανοικτή την πιθανό- τητα θεμελίωσης αδικοπρακτικής ευθύνης έναντι των εταιρικών δανειστών). (δ) Τέταρτον, επί δηλώσεων ή εν γένει συμπεριφοράς του κυρίαρχου μετόχου – ιδιαίτε- ρα όταν αυτός είναι μητρική επιχείρηση – σχετικά με τη λειτουργία της εταιρίας και τη μελ- λοντική του συμπεριφορά (π.χ. οικονομική στήριξη της εταιρίας), οι οποίες δηλώσεις ή συμπεριφορά – χωρίς να φθάνουν στο σημείο θεμελίωσης κάποιας δικαιοπρακτικής δέ- σμευσης – μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση τρίτων να συμβληθούν με την εταιρία ( Μπακόπουλος , ΧρΙΔ 2006, 110 επ.). (ε) Πέμπτον, τη γερμανική νομολογία (αναφορικά με ΕΠΕ) και θεωρία έχει απασχολήσει έντονα η θεμελίωση της κάμψης στην παράνομη διοχέτευση εταιρικής περιουσίας στους μετόχους (βλ. σχετ. Ελευθεριάδη , Η προστασία ..., 239 επ., Τζουγανάτο , 18ο Συνέδριο ΣΕΕ, 181 επ., Μπαντιμαρούδη/Σταύρου/Φοροπούλου, ΕπισκΕΔ 2017, 441 επ.): αρχικά το γερ- μανικό ακυρωτικό δέχθηκε (BGH, Urteil vom 17.9.2001 – II ZR 178/99 [Bremer Vulkan], BGH, Urteil vom 25.2.2002 – II ZR 196/00 [L-Kosmetik], BGH, Urteil vom 24.6.2002 – II ZR 300/00 [KBV], BGH, Urteil vom 13. 12. 2004 – II ZR 206/02 [FZ], BGH, Urteil vom 13.12.2004 – II ZR 256/02 [T-BV]) με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών σε συνδυασμό με την ποινι- κή διάταξη περί απιστίας, ότι εάν κάποιος εταίρος ΕΠΕ γίνει παρανόμως, δηλ. κατά παρά- βαση των διατάξεων για την προστασία του εταιρικού κεφαλαίου (στο ελληνικό δίκαιο της ΑΕ, βλ. άρθρ. 22, 159), αποδέκτης εταιρικής περιουσίας, πράγμα που μπορεί να συμβεί είτε λόγω διανομής ανυπάρκτων κερδών με βάση ανακριβείς οικονομικές καταστάσεις είτε λό- γω συγκεκαλυμμένης διανομής εταιρικής περιουσίας στο πλαίσιο κοινών συμβάσεων συ- ναφθεισών με την εταιρία (π.χ. πώληση περιουσιακών στοιχείων από την εταιρία στον εταί- ρο σε χαμηλή τιμή) και, συνεπεία αυτής της παράνομης διανομής, προκληθεί η οικονομική κατάρρευση της εταιρίας, τότε εκτός από την υποχρέωση του εταίρου να επιστρέψει στην εταιρία την παρανόμως ληφθείσα εταιρική περιουσία με βάση τις διατάξεις του εταιρικού δικαίου (βλ. για την ΑΕ άρθρ. 163), ο εταίρος ευθύνεται προσωπικά λόγω κάμψης της νο- μικής προσωπικότητας έναντι των εταιρικών δανειστών («ευθύνη για καταστροφική επέμ- βαση», “Existenzvernichtungshaftung“), καθώς λόγω της παραβίασης των διατάξεων για την προστασία του κεφαλαίου, οι οποίες έχουν τεθεί για την προστασία των εταιρικών δα- νειστών και αποτελούν το αντίβαρο για την έλλειψη ευθύνης του εταίρου, δεν νομιμοποι- είται ο τελευταίος να επικαλεστεί την έλλειψη ευθύνης του. Μάλιστα, η ευθύνη αυτή πλήτ- τει και τους εταίρους που συνέπραξαν με τη σύμφωνη γνώμη τους στην παράνομη διανο- μή. Στη συνέχεια όμως το γερμανικό ακυρωτικό με την απόφαση “Trihotel” (BGH, Urteil vom 16.7.2007 – II ZR 3/04. Έτσι και BGH, Urteil vom 13.12.2007 – IX ZR 116/06, BGH, Urteil vom 28.04.2008 - II ZR 264/06 [Gamma], BGH, Urteil vom 2. 6. 2008 – II ZR 104/07, BGH, Urteil vom 9.2.2009 – II ZR 292/07 [Sanitary], BGH, Urteil vom 23.4.2012 – II ZR 252/10, BGH, Urteil vom 24.7.2012 – II ZR 177/11) άλλαξε ρότα εγκαταλείποντας την εξω- τερική ευθύνη των εταίρων και την κάμψη της νομικής προσωπικότητας υπέρ μίας εσωτε- 40 41
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=