ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΜΠΛΟΚΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΑΣ

190 Οι κίνδυνοι ποινικής εμπλοκής του δικηγόρου κατά την άσκηση της δικηγορίας ση εγκλήματος), όπου προβλέπεται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο (συμπεριλαμ- βανομένων και των δικηγόρων που δεν εξαιρούνται) γνωρίζει ότι μελετάται και σχεδιάζεται η διάπραξη κακουργήματος, του οποίου την τέλεση μπορεί να εμποδίσει, αν το αναγγείλει στις αρχές, τιμωρείται, αν δεν το πράξει. Σε αυ- τήν την υποχρέωση υπόκειται και ο δικηγόρος και αυτή ήταν η μοναδική ρωγ- μή στο θεσμό του (τότε σχεδόν ακατάλυτου) δικηγορικού απορρήτου, απολύ- τως δικαιολογημένη, πληρούσα τους όρους της αναλογικότητας, αφού το δι- ακυβευόμενο έννομο αγαθό είναι η αποτροπή της τέλεσης ενός κακουργήμα- τος, το οποίο δικαιολογεί την κάμψη της επαγγελματικής εχεμύθειας, δεδομέ- νου ότι μεταξύ των δύο αυτών εννόμων αγαθών, προέχει η αποτροπή της τέ- λεσης ενός κακουργήματος. 3.2.1. Η νομοθεσία για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και το δικηγορικό απόρρητο Για πρώτη φορά στο χώρο της ΕΕ επιχειρείται μια θεσμική κάμψη του δικηγο- ρικού απορρήτου με τις κοινοτικές οδηγίες των ετών 2001 και 2005 για τη νο- μιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες ενσωματώ- θηκαν στην εθνική μας νομοθεσία με τους 3424/2005 και 3691/2008 και δι- ατηρούνται με τον ήδη ισχύοντα Ν 4557/2018. Το έναυσμα για την ανάληψη της ως άνω νομοθετικής πρωτοβουλίας αποτέλεσαν οι συστάσεις της FATF. Η 2η Κοινοτική Οδηγία ήταν το νομοθέτημα εκείνο που για πρώτη φορά προσέ- θεσε στα υπόχρεα πρόσωπα και τους δικηγόρους, οι οποίοι, πλέον, υποχρε- ούνται να αναγγείλουν στις αρχές πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκλη- ματικές δραστηριότητες, όχι βέβαια σε όλο το φάσμα του δικηγορικού αντι- κειμένου, αλλά στις περιπτώσεις που ενεργούν και παρέχουν χρηματοοικο- νομικές υπηρεσίες, όπως π.χ. διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, αγοραπω- λησία ακινήτων ή επιχειρήσεων, σύσταση και διαχείριση εταιριών κ.λπ . Σε αυ- τές τις πράξεις εκτιμήθηκε ότι ο δικηγόρος ενεργεί ως οικονομικός διαμεσο- λαβητής και παρέχει υπηρεσίες, όπως και κάθε άλλος επαγγελματίας και συ- νεπώς, δεν λειτουργεί στο πλαίσιο του παραδοσιακού θεσμικού του ρόλου. Έτσι νοείται η κάμψη του δικηγορικού απορρήτου και η επιβολή της υποχρέ- ωσης να αναγγείλει τις υποψίες του για τέλεση αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εάν τέτοιες περιήλθαν στην αντί- ληψή του. Αυτή λοιπόν, είναι η πρώτη κάμψη που υπήρξε στο θεσμό του δικη- γορικού απορρήτου, η οποία υιοθετήθηκε από τον Έλληνα νομοθέτη με το Ν 3424/2005 και στη συνέχεια επαναλήφθηκε με τον Ν 3691/2008 και διατηρή- θηκε με τον ισχύοντα Ν 4557/2018. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι στη Ευρώπη επι- χείρησαν να προσβάλουν αυτή τη νομοθεσία, ως αντίθετη, αναντίστοιχη και ασύμβατη με μείζονες δικαιϊκές αρχές, όπως η ανεξαρτησία του Δικηγόρου,

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=