ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Θεωρία της ποινής 174 2. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις (άρ. 84 ΠΚ) Υποχρεωτικά μειωμένη ποινή επιβάλλεται επίσης στον δράστη, εφ’ όσον το Δικαστή- ριο δεχθεί την συνδρομή κάποιας ελαφρυντικής περιστάσεως από εκείνες που ανα- γνωρίζει ως τέτοια ο νόμος στο άρ. 84 ΠΚ (βλ. για την σχετική προβληματική των ελα- φρυντικών περιστάσεων αντί άλλων Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι , Μνήμη Χωραφά/Γάφου/ Γαρδίκα Ι, 1986, σελ. 25 επ.). Παρά τον ενδεικτικό χαρακτήρα , που έχει η αρίθμηση των ελαφρυντικών περιστά- σεων στο νόμο, πρέπει να λεχθεί ότι πηγή της ύλης όλων αυτών των περιστάσεων αποτελεί το άρ. 84 ΠΚ, του οποίου ωστόσο επιτρέπεται ανάλογη εφαρμογή (α.π. 78, 124), εφ’ όσον αυτή αποβαίνει σε όφελος του κατηγορούμενου (πρβλ. Μ. Μαργαρί- τη , Πκ, 2014, σελ. 243 αριθμ. 2. Βλ. όμως αντιθέτως ΑΠ 625/2006 , ΠΧρ 2007, σελ. 603). Επομένως, όπου ο ίδιος ο νόμος στις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις μειώνει για διάφο- ρους λόγους την ποινή, που πρέπει να επιβληθεί στον δράστη, όπως συμβαίνει π.χ. στα άρθρα 207 παρ. 3, 208 παρ. 1 εδ. β΄, 299 παρ. 2, 308 παρ. 1 εδ. β΄, 377 παρ. 1 εδ α΄ και 378 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, τότε γίνεται λόγος για ελαφρυντικές περιπτώσεις σε σχέ- ση με τη βασική μορφή της εγκληματικής συμπεριφοράς , οι οποίες έχουν ως χαρα- κτηριστικό γνώρισμα ότι προσδιορίζουν μειωμένο μέγεθος ενοχής και όχι ελαφρυ- ντική περίσταση για την επιμέτρηση μειωμένης ποινής στον δράστη. Με άλλα λόγια οι ελαφρυντικές περιστάσεις δεν πρέπει να συγχέονται με τις κατά τα ανωτέρω ελα- φρυντικές περιπτώσεις του εγκλήματος . Οι ελαφρυντικές περιστάσεις αποτελούν πά- ντα γενικώς προβλεπόμενη προσωπική αιτία μειώσεως της ποινής , πράγμα που δεν ισχύει, κατά κανόνα, στις ελαφρυντικές περιπτώσεις του εγκλήματος . Αναπόδραστη συνέπεια αυτής της διακρίσεως αποτελεί η ανεξαίρετη εφαρμογή στις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρ. 49 παρ. 2 ΠΚ , όχι όμως κατ’ ανάγκη και στις ελαφρυντικές περι- πτώσεις του εγκλήματος. Εξ άλλου οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρ. 84 ΠΚ συμπίπτουν, αλλά δεν ταυτίζο- νται πλήρως με τις περιστάσεις του άρ. 79 παρ. 3 ΠΚ , οι οποίες προσδιορίζουν, όπως είδαμε (α.π. 192) τον βαθμό της επικινδυνότητας του δράστη. Συνεπώς, όταν υπάρ- χει επικάλυψη των περιστάσεων αυτών, είναι ζήτημα, που ανάγεται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου, εάν οι σχετικές περιστάσεις θα αξιολογηθούν ως λόγοι επι- εικέστερης επιμέτρησης της ποινής στο πλαίσιο του άρ. 79 ΠΚ ή ως ελαφρυντικές πε- ριστάσεις κατ’ άρ. 84 ΠΚ, που μειώνουν την ποινή στο μέτρο του άρ. 83 ΠΚ (πρβλ. Μ. Μαργαρίτη , ΠΚ, 2014, σελ. 242 αριθμ. 1). Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις άλλοτε μπορεί να συνυ- πάρξουν με επιβαρυντικές περιστάσεις (π.χ. καταδίκη για διακεκριμένη κλοπή κατ’ άρ. 374 ΠΚ με παραδοχή ελαφρυντικής περίστασης κατ’ άρ. 84 παρ. 2 στοιχ. α΄, δ΄ ή ε΄ ΠΚ (βλ. σχετ. ΑΠ 167/1997, ΠΧρ 1998, σελ. 35. ΑΠ 267/1995, ΠΧρ 1995, σελ. 605 & Υπερ 1996, σελ. 764 . ΑΠ 640/1976 , ΠΧρ 1977, σελ. 124) και άλλοτε είναι ασυμβί- βαστες με αυτές. Πάντως ως γενικός ερμηνευτικός κανόνας πρέπει να ισχύει εδώ ότι, εφ’ όσον η ελαφρυντική περίσταση στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστα- τικά από εκείνα, που συγκροτούν την επιβαρυντική περίσταση, δεν δημιουργείται αντίφαση από την παραδοχή και των δυο. 209 210 211
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=