ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Θεωρία της ποινής 176 Δικαστήριο πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδεικνύουν ότι, παρά την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου, ο πρότερος βίος του κατηγορούμενου δεν ήταν έντιμος. Μπορούμε να φαντασθούμε εδώ λ.χ. ένα εγκληματία του «λευκού περιλαιμίου», που δεν τον έχει πιάσει ακόμη η «τσιμπίδα» της ποινικής καταστολής. Όλοι οι άν- θρωποι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, καλύπτονται από το τεκμήριο της εντιμότη- τας, εφ’ όσον προσκομίζουν λευκό ποινικό μητρώο. Επομένως αυτός που αμφισβη- τεί την συνδρομή του συγκεκριμένου τεκμηρίου και θέλει να το ανατρέψει, φέρει και το βάρος της αποδείξεως. Ανεξάρτητα πάντως από την διατύπωση αυτού του εντελώς παρεξηγημένου στην πράξη ελαφρυντικού, πρέπει με έμφαση να τονισθεί στο σημείο αυτό ότι το Δικαστή- ριο οφείλει σε κάθε περίπτωση, εφ’ όσον προβάλλεται τεκμηριωμένα με την μορφή αυτοτελούς ισχυρισμού η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση, να ερευνά την συνδρομή της και να αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόρριψή του σχετικού αυτοτε- λούς ισχυρισμού, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας. Δεν χρειάζεται δε περαιτέρω επιχειρηματολογία, για να προβληθεί πειστικά η άποψη ότι δεν είναι νόμιμη η απόρ- ριψη αυτοτελούς ισχυρισμού με την ρητή ή σιωπηρή, όπως συνήθως γίνεται, επίκλη- ση της βαρύτητας της πράξεως (έτσι η ΑΠ 1476/1995, Υπερ 1996, σελ. 523. Βλ. όμως εποικοδομητική κριτική στην άποψη αυτή Κ. Σταμάτη , ΣυστΕρμΠΚ, άρ. 84, α.π. 15). Β. Όταν ο υπαίτιος οδηγήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη έν- δεια (φτώχεια), καθώς και όταν την τέλεσε ευρισκόμενος υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου, στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης. Πρέπει να διευκρινισθεί εδώ ότι η έννοια των μη ταπεινών αιτίων ισχύει για όλα τα εγκλήματα και όχι για ορισμένες μόνο κατηγορίες εγκλημάτων, όπως φαίνεται να δέ- χεται σε ορισμένες αποφάσεις της η νομολογία. Μη ταπεινά πάντως είναι τα αίτια, όταν εναρμονίζονται με τις αντιλήψεις της κοινωνικής ηθικής. Μεγάλη ένδεια (φτώχεια) θεωρείται ότι συντρέχει, όταν ο δράστης βρέθηκε σε μια γειτνιάζουσα προς κατάσταση ανάγκης οικονομική εξαθλίωση, υπό την πίεση της οποίας τέλεσε την πράξη. Εξ άλλου η σοβαρή απειλή είναι αυτονόητο ότι δεν πρέπει να εγκλωβίζει τον δράστη σε κάποια κατάσταση ανάγκης, που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα κατ’ άρ. 25 ΠΚ (α.π. 389) ή τον καταλογισμό κατ’ άρ. 32 ΠΚ (α.π. 473). Ανάλογα ισχύουν και για την επιβολή προσώπου, στο οποίο οφείλει υπακοή κ.λπ . ο δράστης. Και στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να υφίσταται σχέση δημοσιο- υπαλληλο-στρατιωτικής εξαρτήσεως, διότι είναι πολύ πιθανό να συντρέχει άρση του άδικου χαρακτήρα λόγω προσταγής κατ’ άρ. 21 ΠΚ (α.π. 365). Γ. Όταν ο υπαίτιος ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του πα- θόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη, που του προκάλεσε η τελεσθείσα εναντίον του άδικη πράξη. Η ελαφρυντική αυτή περίπτωση μοιάζει, αλλά δεν πρέπει να συγχέεται με την δικαιο- λογημένη αγανάκτηση των άρ. 308 παρ. 3 και 361 παρ. 3 ΠΚ, που αποτελεί δυνητικό 213 214

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=