ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΠΡΟΟΙΜΙΟ XV Έτσι, σταδιακά, αναγνωρίστηκε η σ υ ν δ ι κ α λ ι σ τ ι κ ή ε λ ε υ θ ε ρ ί α δηλαδή το δικαίωμα για συνδικαλιστική οργάνωση και γενικότερα για συνδικαλιστική δρα- στηριότητα για την προώθηση των εργασιακών συμφερόντων, στο πλαίσιο δε αυτό νομιμοποιήθηκε η λειτουργία και η ελεύθερη ανάπτυξη των εργατικών συνδικαλι- στικών οργανώσεων και αποδόθηκαν σ’ αυτές συγκεκριμένα δικαιώματα οργάνω- σης και δράσης, με κυριότερο από αυτά το δ ι κ α ί ω μ α τ η ς α π ε ρ γ ί α ς . Σχεδόν ταυτόχρονα, ως φυσική απόρροια του συνδικαλιστικού δικαιώματος, αναγνωρίστηκε και εντάχθηκε στην έννομη τάξη το δ ι κ α ί ω μ α τ η ς σ υ λ λ ο γ ι - κ ή ς α υ τ ο ν ο μ ί α ς . Δηλαδή αναγνωρίστηκε το δικαίωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των εργοδοτών (κ ο ι ν ω ν ι κ ο ί σ υ ν ο μ ι λ η - τ έ ς ) να συνδιαλέγονται και να συνάπτουν συλλογικές συμφωνίες (σ υ λ λ ο γ ι κ έ ς σ υ μ β ά σ ε ι ς ε ρ γ α σ ί α ς ) με βασικό αντικείμενο τη ρύθμιση, κατά συλλογικό και ενιαίο τρόπο, των όρων των ατομικών εργασιακών σχέσεων των αντιστοίχως εκπροσωπούμενων από τις οργανώσεις αυτές μισθωτών και εργοδοτών (κ α ν ο ν ι - σ τ ι κ ή α ρ μ ο δ ι ό τ η τ α τ ω ν κ ο ι ν ω ν ι κ ώ ν σ υ ν ο μ ι λ η τ ώ ν ). Είναι λοιπόν προφανές ότι η ανάπτυξη και η δικαιική αναγνώριση της σ υ λ λ ο - γ ι κ ή ς δ ι ά σ τ α σ η ς τ ω ν ε ρ γ α σ ι α κ ώ ν σ χ έ σ ε ω ν επηρέασε ισχυρά τη διαμόρφωση των ατομικών σχέσεων εργασίας, δεδομένου ότι δημιούργησε έναν νέο παράλληλα προς το κρατικό δίκαιο λειτουργούντα ρυθμιστικό παράγοντα. Σε δεύτερο όμως επίπεδο, το νέο αυτό ρυθμιστικό εργαλείο, ήλθε να αφαιρέσει ένα μεγάλο μέρος της ελευθερίας των μερών της ατομικής σύμβασης εργασίας, η οποία ήδη είχε καταστεί ισχνή λόγω των εγκαθιδρυμένων από την κρατική εργατική νο- μοθεσία κανονιστικών περιορισμών. Έτσι, αποτελεί σημαντικής σημασίας ζήτημα για το όλο εργατικό δίκαιο η διαμόρ- φωση μιας ι σ ό ρ ρ ο π η ς σ χ έ σ η ς μεταξύ του ατομικού με του συλλογικού στοιχείου, έτσι ώστε το δεύτερο να μην οδηγεί στον ουσιαστική περιθωριοποίηση, αν όχι στον εκμηδενισμό του πρώτου. Είναι προφανές ότι μια τέτοια κατάσταση θα οδηγούσε στην αναίρεση των χαρακτηριστικών της βάσης επί της οποίας έχει κτι- στεί το εργατικό δίκαιο, που δεν είναι άλλη παρά η α τ ο μ ι κ ή σ χ έ σ η ε ξ α ρ - τ η μ έ ν η ς ε ρ γ α σ ί α ς . Το εργατικό δίκαιο, ως δίκαιο της σχέσης εξαρτημένης ερ- γασίας, δεν πρέπει, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη πατερναλιστικών στοιχείων στη «σ υ λ λ ο γ ι κ ή β ο ύ λ η σ η» να εξουδετερώνει και να περιθωριοποιεί τη δ υ ν α - μ ι κ ή τ η ς α τ ο μ ι κ ό τ η τ α ς , ούτε ασφαλώς να θεωρεί ως αυτονόητο ότι το συμφέρον οποιασδήποτε συνδικαλιστικής συλλογικότητας από τελεί και «κ ο ι ν ό σ υ μ φ έ ρ ο ν» των εργαζομένων ή ακόμη και της κοινωνίας. Πλησίστια προς την παραπάνω σκέψη βρίσκεται και η θέση ότι ο νομοθέτης δεν πρέπει να αποδίδει στους φορείς της «συλλογικής βούλησης», δηλαδή στις συνδι- καλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, ρυθμιστική εξουσία που να υπερβαίνει το πραγματικό εκπροσωπευτικό τους εύρος, με αποτέλεσμα να σφετε-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=