ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ 9 οργανώσεις της απόλυτης επιλογής τους, αφού ουσιαστικά καθιερώνει ένα συνδι- καλιστικό μονοπώλιο 29 . β) Ευνοιοκρατική αντιμετώπιση συνδικαλιστικών οργανώσεων και το κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας Με βάση τα ανωτέρω, η αντιμετώπιση από τη νομοθεσία μιας χώρας κάποιας συνδικαλιστικής οργάνωσης έναντι άλλων οργανώσεων με ευνοιοκρατική διάθεση, επιδρά κατ’ αρχήν στην ελευθερία που κατά τη Σύμβαση πρέπει να διαθέτει ο εργα- ζόμενος κατά την επιλογή της οργάνωσης στην οποία επιθυμεί να ενταχθεί και συ- νεπώς η διακριτική αυτή μεταχείριση είναι αντίθετη κατά τρόπο προφανή προς την «αρχή της ελεύθερης επιλογής συνδικάτου» που καθιερώνει η 87 ΔΣΕ Έτσι, για παράδειγμα, θα πρέπει οι δημόσιες αρχές ή οι εργοδότες να αποφεύ- γουν συμπεριφορές που εμπεριέχουν διακριτική μεταχείριση μεταξύ συνδικαλιστι- κών οργανώσεων, ιδίως στο ζήτημα της αναγνώρισης των εκπροσώπων τους για την άσκηση των νομίμων δραστηριοτήτων τους ή στο ζήτημα της διάθεσης χώρου εγκατάστασης στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, θεωρουμένη ως αντίθετη προς τις αρχές της 87 ΔΣΕ η παραχώρηση γραφείου σε μια συγκεκριμένη συνδικαλιστική οργάνωση με αποκλεισμό των λοιπών 30 . Ιδιαίτερο ζήτημα δημιουργείται, υπό το πρίσμα της παραπάνω αρχής, από την καθιερούμενη από τις νομοθεσίες πολλών κρατών διάκριση των συνδικαλιστικών οργανώσεων σύμφωνα με κάποιο ή κάποια κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας, απο- νέμοντας στα θεωρούμενα ως πλέον αντιπροσωπευτικά συνδικάτα προνόμια ή δι- καιώματα που τα στερούνται τα υπόλοιπα λιγότερο αντιπροσωπευτικά συνδικάτα. Σχετικώς με το ζήτημα αυτό, τα όργανα ελέγχου των διεθνών συμβάσεων της ΔOE έχουν δεχθεί ότι μόνη της η νομοθετική καθιέρωση σε μια χώρα μιας διάκρισης με- ταξύ των πλέον αντιπροσωπευτικών και των λοιπών συνδικαλιστικών οργανώσε- ων δεν παραβιάζει την αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας 31 . Θα πρέπει όμως η διάκριση αυτή να περιορίζεται στην απονομή ορισμένων μόνο προνομίων και συ- γκεκριμένα στην απόδοση μιας κάποιας προτεραιότητας στο πεδίο της εκπροσώπη- σης των εργαζομένων για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας, στην εκ- προσώπηση των εργαζομένων στις διαδικασίες διαβούλευσης με τις δημόσιες αρ- χές ή ακόμη στα θέματα προσδιορισμού εθνικών εργατικών εκπροσώπων στους δι- εθνείς οργανισμούς. Με άλλα λόγια, η διακριτική μεταχείριση δεν θα πρέπει να κα- ταλήγει στη στέρηση από τις μη αναγνωριζόμενες ως πλέον αντιπροσωπευτικές ορ- 29. Βλ. BIT, La liberté syndicale. Recueil de décisions et de principes du Comité de la liberté syndicale du Conseil d’administration du BIT, έκδ. 4 η , 1996, Genève, σελ. 67 (αρ. 293). 30. Βλ. BIT, La liberté syndicale, ό.π., σελ. 71 (αρ. 307-308). 31. Την έννοια της “πλέον αντιπροσωπευτικής επαγγελματικής οργάνωσης” και της παραδεκτής διακριτικής μεταχείρισης αυτής από τις λοιπές συνδικαλιστικές οργανώσεις αναγνωρίζει και το ίδιο το Καταστατικό της ΔOE (άρθρ. 3 § 5).

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=