ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ | 25 νώς στο 12° αι. 87 και περιέχει αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ολαρίας 88 ή και εθι- μικούς κανόνες 89 , που παρουσιάζουν έντονες αναλογίες με το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (τα βιβλία XIV και XV του Πανδέκτη, το βιβλίο LIII των Βασιλικών και το «Νό- μον Ροδίων Ναυτικόν»). Είχε ολοένα και ευρύτερη εφαρμογή στη Φλαμανδία, την Ολλανδία, την Αγγλία 90 και τις γερμανικές πόλεις του Αμβούργου, της Βρέμης και της Λυβέκκης. Με την πάροδο του χρόνου υπέστη συμπληρώσεις και τροποποιή- σεις από επιτόπια έθιμα και μεταγενέστερες διατάξεις. Από τις αρχές του 15 ου αι. το νέο αυτό σύνολο περιλήφθηκε στους Κανόνες του Βίσμπυ, Θαλάσσιο Δίκαιο του Βί- σμπυ ( Hogeste Water Recht tho Wisby ), το οποίο είχε διατυπωθεί στη γοτθική και την κάτω-σαξονική γλώσσα και είχε ισχύ γενικού εθίμου στις χώρες της Βόρειας και της Βαλτικής Θάλασσας, δηλαδή ισχύν μιας lex mercatoria , στην οποία υποβάλ- λονταν οι ενδιαφερόμενοι 91 . Περαιτέρω, κατά το 16° αι., έκανε την εμφάνισή της συλλογή υπό τον τίτλο Θαλάσ- σιος Οδηγός (Guidon de la Mer). Η συλλογή αυτή εκδόθηκε από άγνωστο συγγρα- φέα στη Μασσαλία ή τη Ρουέν της Γαλλίας, αποτέλεσε κωδικοποίηση του μεσογει- ακού ναυτικού δικαίου και έχει μεγάλη ιστορική σημασία, διότι εκτίθενται διεξοδι- κά για πρώτη φορά σ’ αυτή έθιμα και συνήθειες, που αφορούν τη θαλάσσια ασφά- λιση. Αναφέρεται, ακόμη, με τρόπο πιο συνοπτικό, σε άλλες ναυτικές συμβάσεις, όπως η ναύλωση και το ναυτικό δάνειο, το οποίο ονομάζει « contrat de bomerie » 92 . Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη, κατά τους τελευταίους με- σαιωνικούς χρόνους, του θεσμού της commenda . Την περίοδο εκείνη, ο έμπορος δεν εξεύρισκε ευχερώς τα αναγκαία για την άσκηση εμπορίας κεφάλαια, καθώς και κεφαλαιοδότες διατεθειμένους να συνεταιριστούν εμφανώς μαζί του · και τούτο, διότι αφενός απαγορευόταν το έντοκο δάνειο από την Καθολική Εκκλησία, αφετέ- ρου οι έχοντες τα κεφάλαια, μεγάλοι κατά κανόνα γαιοκτήμονες, δεν μπορούσαν ν’ ασκήσουν την εμπορία χωρίς κοινωνικές μειώσεις. Το ελληνικής 93 καταγωγής συ- νάλλαγμα της commenda έγινε βαθμιαία ο κυριότερος νομικός τρόπος παράκαμ- ψης των εμποδίων για την εξεύρεση κεφαλαίων. Το πεδίο του θαλάσσιου εμπορί- ου αποδείχθηκε πολύ πρόσφορο για την ανάπτυξη της σύμβασης αυτής 94 . Έτσι, 87. Βλ. Κ. Ρόκα, σελ. 11, R . Rodière, Intoduction - Armement, αρ. 14, σελ. 20 - 21. 88. Βλ. J.M. Pardessus, ό.π., I, σελ. 303. 89. Βλ. R. Rodière , ό.π., αρ. 14, σελ. 21, και τους αναφερόμενους απ’ αυτόν συγγράφεις. 90. Βλ. L.A. Senigallia , Delle fonti medioevali del diritto marittimo inglese, Dir.Mar., 1947, σελ. 201. 91. Βλ. Σπηλιόπουλο, σελ. 53-54, R. Rodière , ό.π., αρ. 14, σελ. 22. 92. Βλ. σχετικά R. Rodière , ό.π., αρ. 17 σελ. 28, Κ. Ρόκα , σελ. 11, Σπηλιόπουλο , σελ. 54. 93. Βλ. Ν. Δελούκα , Κλασσικαί καταβολαί και εθνική παράδοσις εις το σύγχρονον εμπορικόν δί- καιον, Επίσημοι Λόγοι έτους 1972-1973 του Παν/μίου Αθηνών, σελ. 9 και 15, Σ. Σημίτη , Σελίς ιστορίας του ελληνικού ναυτικού δικαίου, Θεμ, Δ 370. 94. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο κεφαλαιοδότης ( commendator) αγόραζε εμπορεύματα, τα οποία και παρέδιδε στον έμπορο ( commendatorius ). Ο έμπορος αναλάμβανε την υποχρέω- ση να τα μεταπωλήσει με σκοπό το κοινό κέρδος. Ο κεφαλαιούχος και συνεταίρος του εμπό- 45 46
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=