26 | ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ όποιος επιθυμούσε ν’ ασκήσει ναυτική επιχείρηση συνήπτε με ορισμένο κεφαλαι- οδότη τη σύμβαση αυτή. Ο κεφαλαιοδότης αγόραζε το πλοίο, τα εμπορεύματα προς μεταφορά και τα εφόδια και τα παρέδιδε στο ναυτικό επιχειρηματία, ο οποίος και τα έθετε υπό τη διαχειριστική εξουσία του πλοιάρχου. Συνήθως ο πλοίαρχος ήταν και ο ναυτικός επιχειρηματίας. Έτσι, όμως, ο κεφαλαιοδότης και συνεταίρος του πλοιάρχου παρέμενε άγνωστος στους τρίτους ευρισκόμενους σε άλλους τό- πους. Η αδυναμία επικοινωνίας ενίσχυσε τη θέση του πλοιάρχου, ο οποίος μόνος συναλλασσόταν με αυτούς, πωλώντας τα μεταφερόμενα εμπορεύματα ή αγοράζο- ντας άλλα προς μεταφορά. Οι συναλλασσόμενοι με τον πλοίαρχο, μη όντας σε θέση να γνωρίζουν την περιουσιακή κατάσταση του κεφαλαιοδότη (κυρίου του πλοίου ή των εμπορευμάτων), διότι βρισκόταν σε άλλους τόπους, μη ευχερώς προσιτούς, απέβλεπαν στη διαχειριζόμενη από τον πλοίαρχο περιουσία. Σύμφωνα με τις αρχές της σύμβασης της commenda , ο κεφαλαιοδότης και συνεταίρος του πλοιάρχου ευθυνόταν έναντι των συναλλασσόμενων με τον τελευταίο με την ει- σφορά του (πλοίο ή φορτίο) στη συνεταιρική επιχείρηση, η οποία και υπήρξε ο πρόδρομος της ετερόρρυθμης εταιρείας. Με την πάροδο του χρόνου παγιώθηκε η αντίληψη ότι η διαχειριζόμενη από τον πλοίαρχο περιουσία ήταν, όπως προσαυξανόταν από τις προσόδους του ταξιδιού, ειδικώς υπέγγυα στους δανειστές, που είχαν προέλθει από τις συναλλαγές του πλοιάρχου. Οι δανειστές μάλιστα αυτοί μπορούσαν να ικανοποιηθούν από τα στοι- χεία της περιουσίας αυτής, και αν ακόμη αυτά είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτο. Δεδο- μένου, εξάλλου, ότι ο συνεταιρισμός του κεφαλαιούχου και του εμπόρου (πλοιάρ- χου) αφορούσε μόνο ένα ταξίδι και εκκαθαριζόταν μετά την περάτωσή του, τα αναγκαία για την εκτέλεση του ταξιδιού περιουσιακά αγαθά, δηλ. το πλοίο, το φορ- τίο και τα εφόδια, καθίσταντο, όπως αυξάνονταν με τον καταβαλλόμενο για την εκτέλεση του ταξιδιού ναύλο, κατά προτίμηση υπέγγυα στους δανειστές που δημι- ουργούνταν κατά το ταξίδι αυτό 95 . Η εθιμική διάδοση του δικαιώματος αυτού των δανειστών του ταξιδιού, το οποίο αποκλήθηκε αργότερα ναυτικό προνόμιο, επέ- τρεψε στον πλοίαρχο να δανείζεται ή να συνομολογεί με πίστωση τις συμβάσεις για τις ανάγκες του πλοίου στους διάφορους λιμένες κατάπλου. Έτσι διαμορφώθη- κε εθιμικά η αρχή ότι κάθε πλοίο, το φορτίο, ο ναύλος και οι λοιπές ωφέλειες από την εκμετάλλευση του πλοίου αποτελούσαν ιδιαίτερη περιουσία, τη ναυτική περι- ουσία. Κάθε ναυτική περιουσία διακρινόταν από τη χερσαία περιουσία και έφερε μόνη τα βάρη της. Πιο συγκεκριμένα αυτό σημαίνει, αφενός ότι ο κύριος του πλοί- ου ευθυνόταν προς τους δημιουργούμενους, από τη δράση του πλοιάρχου, δανει- ρου παρέμενε άγνωστος στους συναλλασσόμενους με τον έμπορο και ευθυνόταν έναντι αυ- τών μόνο με τα πράγματα που είχε εμπιστευθεί στον τελευταίο. Τα πράγματα αυτά, παραδι- δόμενα στον commendatorius και διαχειριζόμενα απ’ αυτόν, διακρίνονταν από την υπόλοι- πη περιουσία του commendator. 95. Υπήρχε, συνεπώς, και δικαίωμα προτίμησης μεταξύ των δανειστών περισσότερων ταξιδί- ων. Βλ. I. Πρόκο , Το ναυτικόν δίκαιον και η νομική αυτού αφομοίωσις προς το δίκαιον της ξη- ράς, 1931, σελ. 77. 47

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=