Δικαιο του Ελευθερου Ανταγωνισμού

∆ίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού 24 Περαιτέρω η παραδοχή περί άριστης κατανομής των μέσων παραγωγής, που υποτίθεται ότι είναι εγγενές στοιχείο της τέλειας ανταγωνιστικής αγοράς πάσχει κατά το πρακτικό, εμπειρικό της περιεχόμενο, κατά το ότι η κατανομή των μέσων παραγωγής επηρεάζεται καθοριστικά από την άνιση διανομή του εισοδήματος και το βαθμό συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης, που είναι α- διαμφισβήτητα γεγονότα σ’ όλες τις κοινωνίες. Ο λόγος της «εξιδανίκευσης» αυτού του μοντέλου ανταγωνισμού έγκειται στην ιδεολογική ανάγκη της (τότε) κρατούσας οικονομικής θεωρίας να δι- καιολογήσει την ατομικιστική συγκρότηση της ανθρώπινης κοινωνίας, στο πλαίσιο συστήματος οικονομικού φιλελευθερισμού, που προϋποθέτει σχεδόν ίση κατανομή της οικονομικής (και πολιτικής) δύναμης σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, έτσι ώστε ο καθένας να είναι αυτόνομος κατά τον καθορισμό της ζωής του και την οικονομική προοπτική του. Αξίζει να επισημανθεί ότι στο νεοκλασσικό σύστημα σκέψης η κοινωνία δεν αποτελείται από κοινωνικές τάξεις με αντικρουόμενα συμφέροντα, αλλά από μεγιστοποιητικά τηςωφέλειάς τους άτομα 36 . Είναι σαφές ότι με το σχετικό υπόδειγμα υποδηλώνεται ότι η οικονομία λει- τουργεί με ιδανικό τρόπο και δε χρειάζεται παρέμβαση του κράτους στη λει- τουργία των αγορών. Πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτής της στάσης είναι το αξίωμα του Pareto , επιφανούς εκπροσώπου της Σχολής αυτής, ο οποίος διατυπώνει τη θέση, που χρησιμοποιείται συστηματικά έκτοτε, ότι μπορούμε να μιλάμε για προώθηση της κοινωνικής ευημερίας (μετά από λήψη κρατικών μέτρων κ.λπ. ), μόνον όταν αυτή βελτιώνεται στο σύνολό της, χωρίς η καλυτέ- ρευση ενός ατόμου ή ομάδας να χειροτερεύει τη θέση κανενός άλλου (αποτε- λεσματικότητα κατά Pareto, Pareto optimumcriterion ) 37 . Όσο αυτονόητο και αν φαίνεται ότι πρώτα πρέπει να αυξηθεί το εισόδημα (η «πίττα») και μετά να διανεμηθεί, η αρχή του Pareto οδηγεί, όπως είναι προφα- νές, στη διατήρηση του οικονομικού και κοινωνικού status quo. 36.  Η αναπαράσταση αυτής της κοινωνίας ανατρέχει στην παραδοχή της αγγλοσαξονικής κουλτούρας ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα: Ο Thomas Hobbes υποστήριξε ότι οι άνθρωποι είναι «μηχανές» που κατευθύνονται προς ό,τι τους βοηθάει στη διατήρηση της κίνησής (ζωής) τους και στην προσπάθεια τους να αποφύγουν ότι τους βλάπτει. Στην συνέχεια, το 18ο αιώνα, ο Jeremy Bentham θεμελίωσε την ωφελιμιστική φιλοσο- φία (utilitarism) που έβλεπε τον άνθρωπο ως ένα μετρητή (ή αριθμομηχανή) σύγκρισης απολαύσεων, κόπων, τιμωρίας, κ.λπ . Η νεοκλασσική σχολή προέβη απλώς στη μαθημα- τική απεικόνιση της αναπαράστασης αυτής του ανθρώπου. 37.  Βλ. Greenwald & Stiglitz : «Externalities in Economies with Imperfect Information and Incomplete Markets,» Quarterly Journal of Economics 90, May 1986, 229-264.

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=