Δικαιο του Ελευθερου Ανταγωνισμού

∆ίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού 16 νωσης της οικονομίας (θεσμική προστασία) , αφετέρου δε στην οικονομική ελευθερία των συμμετεχόντων στην αγορά (ατομική προστασία) , ως προϋπό- θεση για την επίτευξη του πρώτου στόχου 23 . Οι δύο αυτοί σκοποί αποτελούν επομένως τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Με τη διπλή αυτή στόχευση ε- πιδιώκεται τόσον η ανάσχεση της προϊούσας συγκέντρωσης οικονομικής δύ- ναμης, με τις προφανείς συνέπειες στον κοινωνικο-πολιτικό τομέα , όσον και η βέλτιστη και πλέον αποδοτική κατανομή των πόρων στην αγορά (οικονομι- κή αποτελεσματικότητα), και κατ’ αποτέλεσμα η κοινωνική ευημερία (social welfare). Επιπροσθέτως, και κατά έμμεσο τρόπο το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού συμβάλλει και στην προστασία των καταναλωτών , αφού κα- τοχυρώνοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό, διασφαλίζει ανταγωνιστικές, δη- λαδή «δίκαιες» τιμές για τους καταναλωτές. Εξάλλου, πολύ συχνά, το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού τίθεται στην υπηρεσία και άλλων επιδιώξεων, όπως η ευρωπαϊκή κοινοτική ολοκλήρωση, η προστασία των μικρών και με- σαίων επιχειρήσεων, η πολιτική ελευθερία (π.χ. μέσω του πλουραλισμού στα ΜΜΕ, της αποτροπής φαινομένων «διαπλοκής») κ.ά. Εξ αυτού του λόγου, συ- χνά το δίκαιο του ανταγωνισμού αναγνωρίζεται με τον όρο «πολιτική ανταγω- νισμού». 4.3. Η προέλευση: Αμερικανικό δίκαιο 24 Το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού «γεννήθηκε» στις ΗΠΑ με κύριο στόχο τον έλεγχο των trusts (antitrust law) την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, με τη Sherman Act (1890), η οποία αποτελεί και σήμερα το ισχύον δί- καιο στις ΗΠΑ, μαζί με την Clayton Act (1914). Οι δύο μείζονες, αλλά αντίθε- τες, σχολές σκέψεις (τις οποίες θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια) που υπο- στήριξαν την βορειοαμερικανική, και όχι μόνο, πολιτική ανταγωνισμού είναι αφενός η Σχολή του Harvard , η οποία επικράτησε μεταπολεμικά (1950-1970), με κεντρικό δόγμα ότι η δομή της αγοράς επιδρά στη συμπεριφορά της αγο- ράς και ως εκ τούτου στην κοινωνική ευημερία (market structure>market conduct>market performance - SCP paradigm), αφετέρου η Σχολή του Chicago (Chicago paradigm), η οποία αποτελεί από τη δεκαετία του 1970 την επικρα- τούσα σχολή, και η οποία εισάγοντας εκτεταμένα την οικονομική ανάλυση του δικαίου (economic analysis of law/law & economics) αναγόρευσε την αποτελε- Αλλοδαπή: Amato/Ehlermann/Komninos (eds.), EC Competition Law: A Critical Assessment, 2007, Amato, Antitrust and the Bounds of Power, 1997, Bork, The Antitrust Paradox, 1993, Frison-Roche/Payet, Droit de la Concurrence, 2006, Gerber, Law and Competition in Twentieth Century Europe: Protecting Prometheus, 2001, Immenga/ Mestmäcker, Kommentar Wettbewerbsrecht, 2007, Korah, An Introductory Guide to EC Competition Law and Practice, 2007, Posner , Antitrust Law, 2001. 23.  Βλ. Λιακόπουλο , ό.π., σελ. 192 επ. 24. Συνοπτικά (βλ. και κατωτέρω υπό Γ).

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=