ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

186 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ Ν 1650/1986 να γίνει αναγωγή στο ανθρωπίνως μη φευκτό της αξιόποινης πράξης, δηλ. στη σχετική σύγκρουση καθηκόντων και στο αν το κέντρο βάρους της ποινικής μομφής εστιάζεται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη 481 . 2. Ακόμη και στην Γερμανία, κατά τα τελευταία έτη, ελάχιστες ποινικές διώξεις κατά δη- μοσίων υπαλλήλων των διοικητικών αρχών των αρμοδίων για την χορήγηση άδειας λει- τουργίας ή την εποπτεία ρυπογόνων επιχειρήσεων έχουν τελεσφορήσει με την έκδοση αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων για περιβαλλοντικά εγκλήματα. Η σχετική ποι- νική προδικασία επισπεύσθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 153, 153α ΓερμΚΠΔ 482 . 3. Ακόμη και σ’ αυτές τις δογματικά προβληματικές περιπτώσεις, όπου ο υπάλληλος της αρμόδιας για την χορήγηση αδείας δημόσιας υπηρεσίας εκδίδει μη νόμιμη άδεια (δηλ. παραλείπει να απέχει από μια τέτοια ενέργεια) είτε ο υπάλληλος της αρμόδιας για επο- πτεία διοικητικής αρχής δεν επεμβαίνει κατά παρανόμων περιβαλλοντικών προσβολών από πολίτες παραβιάζοντας έτσι τις σχετικές υποχρεώσεις του, δεν υπάρχει φόβος για υπερβολική διεύρυνση του αξιοποίνου, όταν και εφόσον εφαρμοσθούν πιστά οι γενικό- τερες θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου. Ειδικότερα, το αξιόποινο του δημοσίου υπαλλήλου για αυτουργική τέλεση κάποιου πε- ριβαλλοντικού εγκλήματος αποκλείεται εκ των προτέρων στο πεδίο των ιδιαιτέρων εγκλημάτων, εφόσον αυτά απευθύνονται σε συγκεκριμένους αποδέκτες. Συνακόλουθα, ο δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδέκτης του εκάστοτε εφαρμοστέου πρωτεύοντος ή του δευτερεύοντος κυρωτικού κανόνα και κατ’ επέκτασιν αυτουργός των πιο πάνω εγκλημάτων. Κάτι τέτοιο ισχύει με τα εγκλήματα των άρθρων 28 παρ. 1 και παρ. 5.1-5.2 Ν 1650/1986. Από την ίδια γλωσσική διατύπωση των πιο πάνω διατάξεων καθίσταται εμφανές ότι ο ποινικός νομοθέτης εστιάζει εδώ το ενδιαφέρον του σε ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις του δράστη, οι οποίες εκφράζουν ορισμένη ιδιαίτερη εγγυητική υποχρέωση προστασίας του εννόμου αγαθού «περιβάλλον», που έχουν τα αναφερόμενα στις εν λόγω διατάξεις πρό- σωπα. Η παράβαση αυτής ακριβώς της υποχρέωσης καθιστά το πρώτον εφικτή την προ- σβολή του ανωτέρω προστατευόμενου αγαθού από τον εκάστοτε περιγραφόμενο στη δι- άταξη δράστη. Επίσης, πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινισθεί, για μια ακόμη φορά, ότι σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις ο συγκεκριμένος περιορισμός του κύκλου των φυσικών αυτουρ- γών δεν αποτελεί συνέπεια της ίδιας της εγκληματικής πράξης, όπως αυτή τυποποιείται στις προαναφερθείσες α.υ, αλλά των αναφερόμενων στις εν λόγω διατάξεις προϋφιστά- μενων προσωπικών ιδιοτήτων, πάνω στις οποίες διαμορφώνει ο νομοθέτης την α.υ. του εγκλήματος. 481. Βλ. εγγύτερα Mayer Brodersen , Bay VB1, 1989, 257 επ., 259. 482. Βλ. Meinberg , NuR 1986, σελ. 52 επ., 56 επ., του ιδίου , ZStW 1988, σελ. 116, Ruther, Ursachen fur den Anstieg polizeilich festgektellter Umweltschutzdelikte, 1986, σελ. 41 επ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=