ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

188 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ Ν 1650/1986 Κατά την κρατούσα στη γερμανική θεωρία άποψη αίρεται εκ των προτέρων και η ποινική ευθύνη του δημοσίου υπαλλήλου για συμμετοχή στο ανωτέρω έγκλημα ελλείψει τελειω- τικά άδικης αυτουργικής πράξης, επειδή η συμπεριφορά του αποδέκτη της αδείας, όταν πρόκειται μάλιστα για μια παράνομη μεν πλην ενεργό (σύμφωνα με το τεκμήριο νομιμό- τητας των υποστατών διοικητικών πράξεων κατά τους ισχύοντες κανόνες του διοικητικού δικαίου) άδεια, είτε δεν θα στοιχειοθετεί καν την α.υ. του εγκλήματος είτε (τουλάχιστον) δεν θα είναι οριστικά άδικη. Σύμφωνα τώρα, με άλλη διακρίνουσα άποψη στη γερμανι- κή θεωρία γίνεται δεκτό ότι η απάντηση στο πιο πάνω ζήτημα εξαρτάται κατά δογματική αναγκαιότητα, από την αντιμετώπιση του ετέρου θεωρητικού ζητήματος της εξάρτησης του ποινικού δικαίου του περιβάλλοντος από τις αντίστοιχες εφαρμοστέες διατάξεις του περιβαλλοντικού διοικητικού δικαίου και συνακόλουθα από την νομιμότητα ή μη των σχετικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση τέτοιων διατάξεων (Verwaltungsakzessorietät) 488 . ΙΙ. Υποστηριχθείσες σχετικές απόψεις Στα πλαίσια, λοιπόν, αυτής της γενικότερης προβληματικής η εν λόγω άποψη υποστηρίζει ορθά ότι προσήκουσα αφετηρία της σχετικής διάκρισης μπορεί να παράσχει η τριμερής διάκριση των (ατομικών) διοικητικών πράξεων σε ανυπόστατες, άκυρες και ακυρώσι- μες 489 . Αν η διοικητική πράξη είναι ανυπόστατη, όταν δηλ. πρόκειται για πράξεις που δεν έχουν εκδοθεί από τη διοίκηση ή δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία παραγωγής τους, ώστε κατά το διοικητικό δίκαιο δεν υφίστανται καθόλου ή δεν υφίστανται ακόμη, καθώς επίσης και όταν πρόκειται για πράξεις που έχουν εκδοθεί κατά νόσφιση εξουσίας ή ως προϊόν ακαταμάχητης βίας (vis absoluta) ή τέλος πάσχουν από κλαδική αναρμοδιότητα, το τεκμήριο της νομιμότητας δεν ισχύει 490 . Τότε είναι προφανές ότι αυτές δεν μπορούν να αποκλείσουν την αντικειμενική υπόσταση της οικείας ποινικής διάταξης, αφού ο δράστης ενεργεί «χωρίς την απαιτούμενη άδεια ή έγκριση». Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και επί άκυρης (ατομικής) διοικητικής πράξης, ήτοι διοικη- τικής πράξης που πάσχει από ουσιώδη και προφανή νομικά ελαττώματα 491 . Και αυτή δεν αναπτύσσει καθόλου έννομα αποτελέσματα και δεσμευτική ισχύ, αλλά θεωρείται «σαν να μην έγινε» (πρβλ. 180 ΑΚ), γι’ αυτό αποτελεί κατά τούτο εξαίρεση από το τεκμήριο της νο- μιμότητας 492 . Οι ανωτέρω δύο κατηγορίες ωστόσο σπάνια απαντούν, ώστε η συντριπτική 488. Βλ. στην αντίστοιχη ελληνική θεωρία Παπανεοφύτου , σε Ποινική προστασία του περιβάλλοντος, σελ. 25, 29 επ., ιδίως 30 επ., Μοροζίνη , ό.π. Ι, σελ. 23 επ. 489. Βλ. Δαγτόγλου , Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. 653. 490. Βλ. αναλυτικά Δαγτόγλου , Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. 652 επ., 657 επ., Σπηλιωτόπουλο , Εγχειρίδιο, αρ. 100, 117, 164. 491. Βλ. Δαγτόγλου , Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. 652, 660 επ. 492. Βλ. Δαγτόγλου , Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. 652 επ., 660 επ., 668 επ., Σπηλιωτόπουλο , Εγχειρίδιο, αρ. 101.

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=