ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

190 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ Ν 1650/1986 οι οποίες όμως δεν αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος αλλά στην προάσπι- ση άλλων εννόμων αγαθών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπερισχύει το τεκμήριο της νομιμότητας των διοικητικών πρά- ξεων και ως εκ τούτου η συμπεριφορά εκείνη, η οποία προκαλεί ρύπανση ή υποβάθμιση περιβάλλοντος, ορθότερα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως καταρχήν μεν άδικη (δηλ. ότι στοι- χειοθετεί την α.υ. των ερευνώμενων περιβαλλοντικών εγκλημάτων), όχι όμως και οριστι- κά άδικη, εφόσον η συγκεκριμένη συμπεριφορά αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος από τον νόμο (άρθρο 20 ΠΚ). Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι αφενός δογματικά ορθός και συγχρόνως δικαιοπολιτικά σκοπιμότερος από το να γίνει δεκτό ότι η ίδια πιο πάνω συμπεριφορά δεν πληροί καν την α.υ. των ερευνώμενων εγκλημάτων, διότι με την εδώ υποστηριχθείσα ερμηνευτική εκδο- χή παρέχεται η δυνατότητα στον οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο τρίτο να προβεί σε πράξη άμυνας (αρ. 22 ΠΚ) ή κατάστασης ανάγκης (αρ. 25 παρ. 1 ΠΚ) για την προστασία του περι- βάλλοντος. Την πιο πάνω δυνατότητα είτε δεν θα είχε ο τελευταίος καθόλου (άμυνα) είτε θα αναγνωριζόταν αυτή δυσκολότερα (κατάσταση ανάγκης), αν γινόταν δεκτό ότι η συ- γκεκριμένη αντιπεριβαλλοντική συμπεριφορά δεν πληροί καν την α.υ. των ερευνώμενων εγκλημάτων. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπεται και το ότι στην προκειμένη περίπτωση το έννομο αγαθό «περιβάλλον» δεν επηρεάζεται ούτε θετικά ούτε αρνητικά από τις προαναφερθεί- σες μορφές παρανόμου χαρακτήρα των εφαρμοστέων διοικητικών πράξεων, οπότε δεν υφίσταται εγκληματοπολιτική ανάγκη για ιδιαίτερη προστασία του υπ’ αυτές τις συνθή- κες. Όταν, όμως, η εν λόγω συμπεριφορά καλύπτεται από διοικητική άδεια ή έγκριση, η οποία είναι ακυρώσιμη ή ανακλητέα μόνο για παραβίαση διατάξεων ουσιαστικού διοικητικού δικαίου, οι οποίες έχουν θεσπισθεί αποκλειστικά για την προστασία του περιβάλλοντος, τότε υποχωρεί το τεκμήριο νομιμότητας των υποστατών διοικητικών πράξεων και συνα- κόλουθα θεωρείται ως άδικη η συμπεριφορά εκείνη, η οποία προκαλεί ρύπανση ή υπο- βάθμιση περιβάλλοντος υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι και ο εφαρμοστέος ποινικός κα- νόνας προστατεύει (είτε αποκλειστικά είτε κυρίως) το έννομο αγαθό «περιβάλλον» και όχι έτερα αγαθά. Επίσης, πρέπει να συνεκτιμώνται η λειτουργία της εκάστοτε εφαρμοστέας α.υ. και οι περαιτέρω δομικές ιδιομορφίες αυτής, όπως επίσης και οι γενικότερες θεμελι- ώδεις αρχές του ποινικού δικαίου, όπως π.χ. η αρχή της νομιμότητας κ.ά. 496 496. Βλ. έτσι καταρχήν και Schall , ό.π. σελ. 1268, ο οποίος όμως δέχεται ότι, όταν ο νομοθέτης εξαρτά το αξιό- ποινο από ορισμένη πράξη χωρίς την απαραίτητη διοικητική άδεια, αποκλείει το ποινικό άδικο η ύπαρξη μιας ενεργούς (σύμφωνα με το σχετικό τεκμήριο νομιμότητας) έστω και ουσιαστικά παράνομης άδειας. Συγχρόνως, αναγνωρίζει ότι ποινικές διατάξεις, που τιμωρούν την πραγματοποίηση ορισμένης κινδυ- νώδους για το περιβάλλον δραστηριότητας ή την παράνομη επεξεργασία επικίνδυνων αποβλήτων (π.χ. §§327, 328 Ι γερμΠΚ), προστατεύουν πρωτίστως την διασφάλιση του ελέγχου των σχετικών αρμοδιοτή- των της διοίκησης και κατ’ επέκταση το κοινωνικό σύνολο από μια αυθαίρετη άσκηση των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων και όχι καθεαυτό το περιβάλλον, οπότε συνακόλουθα δεν προσβάλλεται ο προστατευτι- κός σκοπός τους από την χρήση μιας ουσιαστικά παράνομης περιβαλλοντικής αδείας, πρβλ. Winkelbauer ,

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=