ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

191 ΤΟ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πράγματι, μπορεί το εκάστοτε επελθόν προσβλητικό για το περι- βάλλον αποτέλεσμα να καταλογισθεί αντικειμενικά στη συμπεριφορά του δράστη, διό- τι συνιστά πραγμάτωση ενός νομικά σημαντικού (ανεπίτρεπτου) κινδύνου, δηλ. εκείνου ακριβώς του κινδύνου, εξαιτίας του οποίου είναι άδικη η συμπεριφορά του δράστη (συ- νάφεια κινδύνου=Risikozusammenhang) 497 . Εν προκειμένω συντρέχει η ειδικότερη περίπτωση, όπου παραβιάζεται ο σκοπός προστα- σίας του εφαρμοστέου πρωτογενούς κανόνα (διοικητικού) δικαίου. Όπως είναι γενικότε- ρα γνωστό, ακόμη και όταν ο δράστης έχει θέσει έναν νομικά σημαντικό κίνδυνο, το απο- τέλεσμα δεν μπορεί να είναι έργο του (: να καταλογιστεί αντικειμενικά στην πράξη), παρά μόνον αν ο κανόνας που παραβιάστηκε αποσκοπούσε στην προστασία ακριβώς εκείνου του εννόμου αγαθού που προσβλήθηκε και όχι άλλου. Αν αντιθέτως, ο κίνδυνος που έθεσε ο δράστης αποσκοπεί στην προστασία άλλου εννόμου αγαθού, δεν συντρέχει δηλ. ο σκοπός προστασίας του κανόνα (Normschutzzweck), τότε το αποτέλεσμα δεν συνιστά πραγμάτωση του κινδύνου, προς αποφυγή του οποίου είναι άδικη (νομικά σημαντική) η συμπεριφορά 498 . Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση έχει τεθεί το αντικειμενικό ουσιαστικό άδικο της παραβίασης του σκοπού του εφαρμοστέου πρωτογενούς κανόνα διοικητικού δικαίου, που αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, οπότε προκαλείται τουλάχιστον αφηρη- μένη διακινδύνευση του προστατευόμενου έννομου αγαθού . Αυτήν ακριβώς την διακιν- δύνευση εκμεταλλεύεται ο δράστης, «πατώντας» κυριολεκτικά πάνω σ’ αυτήν, ώστε να την διευρύνει και να την καταστήσει πλέον δυνητική (από αφηρημένη) διακινδύνευση με την ρύπανση ή την υποβάθμιση του περιβάλλοντος . Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, είναι εύλογο να καταλογίζεται το αντικειμενικό άδικο του αποτελέσματος της δυνητικής διακινδύνευσης του αγαθού «περιβάλλον» στο αντικειμενικό άδικο της συμπεριφοράς του δράστη, στο οποίο εμπεριέχεται ουσιαστικά και το άδικο της αφηρημένης διακινδύ- νευσης του συγκεκριμένου αγαθού σύμφωνα με τα προαναφερόμενα . Το γεγονός της εν- δεχόμενης καλοπιστίας του ενεργούντος ή παραλείποντος δυνάμει της παράνομης άδειας ή εγκρίσεως συνεκτιμάται και μπορεί να τον ωφελήσει μόνο στο μεταγενέστερο εννοιολο- γικό πεδίο της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος 499 . Zur VerwaltungsaKzessorietät des UmweltstrafR, 1985, σελ. 61 επ., του ιδίου , JuS 1988, 694, Dölling , JZ 1985, σελ. 464, Dolde , NJW 1988, 2334, Horn , NJW 1988, 2337. 497. Βλ. Engisch , Kausalität 61, 67-68, Eser-Burkhardt , I, 60, Jescheck-Weigend , 287, Krey , 1, 110, Kühl, §4 άρ. 43, Maurach-Zipf , AT I, 18/49, Roxin , I §11 άρ. 47, Rudolphi , SK άρ. 57 προ §1, Schönke-Schröder- Lenckner , αρ. 92a προ §13, Schoeder , Die Genesis der Lehre von der objektiven Zurechnung, σε τιμ. τ. Ν. Ανδρουλάκη, 651 επ., Wessels-Beulke , §6 άρ. 179, Γιαννίδη , ΣυστΕρμΠΚ αρθρ 14 αρ. 54. 498. Βλ. Wessels-Beulke , ΑΤ §6 άρ. 182, Γιαννίδη , ΣυστΕρμΠΚ αρθρ. 14, αρ. 61, Μυλωνόπουλου, ΓενΜ Ι, σελ. 209. 499. Βλ. έτσι με τις σχετικές ορθές διακρίσεις ανάμεσα στην πραγματική και νομική πλάνη του δράστη, Μοροζίνη, ό.π., σελ. 23 επ., προς αυτή την κατεύθυνση η ΑΠ 149/2005 ΠΛογ 2005, 229. Στις σπανιότερες περιπτώσεις των εξ υπαρχής άκυρων ή ανυπόστατων διοικητικών αδειών προσήκει κατά τη γνώμη μου διαφορετική λύση: Το ανυπόστατον της πράξης θεμελιώνεται, όπως είδαμε, επί ζητημάτων πραγματικών (π.χ. μη έκδοση από διοικητικό όργανο, νόσφιση εξουσίας, vis absoluta), οπότε τυχόν πλάνη περί την

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=