ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

XIII ΠΡΟΛΟΓΟΣ μενη συναφής ευθύνη του δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος χορήγησε στον προαναφερθέντα την εν λόγω άδεια κ.ά. Γι’ αυτό η μελέτη αναφέρεται διεξοδικά και σε τέτοιου είδους θεωρη- τικά ερωτήματα προσπαθώντας να καταδείξει την πάντοτε επίκαιρη σημασία των «παραδοσι- ακών» δογματικών κατασκευών του ποινικού δικαίου, οι οποίες έχουν υποστεί πολυετή και γόνιμη επεξεργασία, όταν αυτές αξιοποιούνται συνδυαστικά στα πλαίσια μιας λειτουργικής συστημικής ερμηνείας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες περιττεύει η καταφυγή σε αμφίβολης αξιοπι- στίας καινοφανή ευφυολογήματα και δοκησισοφίες, που (όντας δογματικά ανεπεξέργαστες ή πλημμελώς τεκμηριωμένες) αρκετά συχνά πόρρω απέχουν από τις θεμελιώδεις αρχές του ΠΔ. Ακόμη, θα καταστεί εμφανές στον αναγνώστη ότι τούτη η μονογραφική ενασχόληση με το ποινικό δίκαιο για την προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς να φιλοδοξεί να εξαντλήσει και όλα τα δικαιοπολιτικά ζητήματα που συνδέονται με το μείζον αυτό πρόβλημα, αποβλέπει στον εξής στόχο: να προσεγγίσει τη σχετική νομοθεσία σε τρία επίπεδα: στο πρώτο, να τεθούν (και συγχρόνως να σκιαγραφηθούν έστω) τα πολύπλοκα προβλήματα που συνάπτονται με την ορθότερη ακολουθητέα αντεγκληματική στρατηγική για την καταπολέμηση του φαινομένου, στο δεύτερο να δοθεί όσο το δυνατόν πιο ανάγλυφα η ταυτότητα του ισχύοντος νόμου, με την πληρέστερη κατά το δυνατόν ερμηνεία των κατ’ ιδίαν (ουσιαστικού κυρίως χαρακτήρα) διατάξεών του, ακολουθώντας κατά βάση την κυρωτική δομή του Ν 1650/1986, όπως αυ- τός κατέληξε να ισχύει μετά τις δραστικές τροποποιήσεις που εν τω μεταξύ υπέστη (με τους Ν 3937/2011 και 4042/2012), και στο τρίτο να απομονωθούν και να συζητηθούν αναλυτικότερα επιμέρους δογματικά κυρίως ζητήματα ή πιο «λεπτά» ή πιο σύνθετα ερμηνευτικά θέματα που ανακύπτουν από την ισχύουσα νομοθεσία. Γι’ αυτό και η δομή της ύλης παρουσιάζει την εξής συνειδητή ιδιαιτερότητα. Αρχικά, γίνεται μια, στο μέτρο του εφικτού, παρουσίαση και αναλυτική δογματική ερμηνεία σε συγκεκριμένα μόνον, ιδιαιτέρως ερειζόμενα ζητήματα λεπτομερειακά των πιο σημαντικών ποινικών ρυθμίσεων του βασικού γενικότερου περιβαλλοντικού νόμου 1650/1986, όπως αυ- τές τροποποιήθηκαν ή συμπληρώθηκαν από τις σχετικές προβλέψεις του Ν 4042/2012, καθώς και των ειδικότερων ποινικών περιβαλλοντικών διατάξεων των: α) Ν 743/1977 για την προ- στασία των θαλασσίων υδάτων, β) Ν 4036/2012 για τα φυτοφάρμακα κ.λπ. , γ) Ν 1565/2012 για τα λιπάσματα και δ) Ν 3199/2003 για την προστασία υδάτων. Κριτήρια για την επιλογή αυτών των προβλημάτων υπήρξε ο περιφερειακότερος χαρακτήρας τους αλλά και η αυτοτέλεια του προβληματισμού γύρω από αυτά. Αναλύοντας κανείς την όλη νομοθεσία για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος με τις τόσες συναισθηματικές φορ- τίσεις και ιδεολογικές συγκαλύψεις, τις κοινωνικές φοβίες στις οποίες παραπέμπει, δεν μπορεί να παραστήσει τον ουδέτερο ερευνητή του εργαστηρίου. Η νομοθεσία αυτή προκαλεί αναπό- δραστα την αποκάλυψη της ευρύτερης ιδεολογικής τοποθετήσεως του μελετητή, και οπωσδή- ποτε του καθημερινού εφαρμοστή του δικαίου, στο μείζον ζήτημα του συγκερασμού της εγ- γυητικής και προστατευτικής λειτουργίας του ποινικού δικαίου. Εφόσον λοιπόν με την εργασία αυτή δοθεί μια κατατοπιστική και νομικά επεξεργασμένη εικό- να των κυριότερων (και μάλιστα δογματικά ερειζόμενων) ουσιαστικών διατάξεων των ανω- τέρω νόμων και ιδιαίτερα, εφόσον παραχθούν ερεθίσματα προβληματισμού γύρω από την ανοικτή ακόμη συζήτηση για τη χάραξη επιτέλους μιας αξιόπιστης πολυεδρικής αντεγκλημα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=