ΜΕΙΚΤΑ ΟΡΚΩΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΕΦΕΤΕΙΑ

100 | ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΜΕΙΚΤΩΝ ΟΡΚΩΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΕΤΕΙΩΝ 2. Η υποχρέωση εμφάνισης Όπως ειπώθηκε ήδη 6 , οι κληρωθέντες ένορκοι της συνόδου υποχρεούνται να εμ- φανιστούν τόσο κατά την έναρξη της συνόδου όσο και σε κάθε δικάσιμο της πε- ριόδου για την οποία κληρώθηκαν, χωρίς να αρκεί δηλ. να προσέρχονται μόνον στις δικασίμους της τελευταίας. Η σχετική «διπλή» υποχρέωση εναρμονίζεται μεν με τη λογική και τη δυνατότητα εφαρμογής επιμέρους διατάξεων για τη συγκρό- τηση των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων και εφετείων (βλ. ιδίως άρθρα 387, 388 και 390), επιβαρύνει ωστόσο κάποτε χωρίς επαρκή λόγο τους πολίτες και ενισχύει από την άποψη αυτή αδικαιολόγητα το φαινόμενο μη προσέλευσής τους· για την εξυπηρέτηση των ίδιων στοχεύσεων θα μπορούσαν να προκριθούν εναλλακτι- κές λύσεις, με ανάλογη βέβαια διαμόρφωση του όλου συστήματος συγκρότησης. 3. Ποινή λιπενορκίας 3.1. Ο νομικός χαρακτήρας της κύρωσης Ο νομικός χαρακτήρας της προβλεπόμενης στο άρθρο 391 «χρηματικής ποινής» δεν είναι ευκρινής. Η κύρωση εμφανίζει καταρχήν χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά των άρθρων 231 και 336 ΚΠΔ για τη λιπομαρτυρία ή ακόμη του άρθρου 202, σχετικά με τους πραγματογνώμονες που αμελούν· επιβάλλεται κι αυτή από τους τακτικούς δικαστές, εξυπηρετεί δικονομικές στοχεύσεις, την εξασφάλιση δηλ. της παρουσίας του ενόρκου και επομένως τη δυνατότητα συγκρότησης των μεικτών ορκωτών δικαστικών σχηματισμών, και μπορεί να ανακληθεί, κατ’ άρθρο 392, χα- ρακτηριστικά που θεμελιώνουν συνήθως την κατάταξη των πιο πάνω παρόμοιων κυρώσεων του ΚΠΔ στις λεγόμενες «ποινές τάξεως» 7 . Από την άλλη πλευρά, σε αντίθεση με τις διατυπώσεις των ίδιων αυτών συναφών διατάξεων, που κάνουν λόγο για « πρόστιμο », ο νομοθέτης αναφέρεται εδώ επανειλημμένα σε « ποινή » των λιπενόρκων που « τιμωρούνται » από τους τακτικούς δικαστές, εμπλέκοντας μάλιστα τον οικείο εισαγγελέα (άρθρο 392 παρ. 1) στη διαδικασία επίδοσης των σχετικών αποφάσεων. Αποβλέποντας στη –μικρή– βαρύτητα της κύρωσης, που και στην περίπτωση ακόμη της «υποτροπής» δεν υπερβαίνει το ποσό των 200 ευρώ 8 και τη συναγόμενη –και– από αυτήν αδυναμία ανίχνευσης του ποινικού 6. § 6, 6. 7. Βλ. Ν. Ανδρουλάκη , Ποιν.Δ., Ι, σελ. 32-33, Κουράκη , Θεωρία της ποινής, σελ. 47, Παρασκευ- όπουλο , σε Μαργαρίτη/Παρασκευόπουλο, Ποινολογία, ζ 2005, σελ. 3-4, Αν. Τριανταφύλλου , Ζητήματα μαρτυρικής απόδειξης, 214. 8. Τα ποσά σε δραχμές είχαν αναπροσαρμοστεί προς τα πάνω με το άρθρο 11 παρ. 10 Ν 1941/1991 ενώ η αρχική μετατροπή και περαιτέρω αναπροσαρμογή τους προέκυπτε από τις προβλέψεις των άρθρων 3-5 Ν 2943/2001. Ήδη με το νέο ΚΠΔ το ανώτατο όριο προσδι- ορίστηκε σε 200 ευρώ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=