Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΤΑΙΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚA 9 πλαισίου της, αλλά και, όταν αντικείμενό της είναι το ισχύον ελληνικό δίκαιο, δια- τηρεί σημασία και υπό το καθεστώς της Οδηγίας. Πράγματι, όπως θα εξηγηθεί, η Οδηγία επιτρέπει την επιβολή μέτρων στους εταίρους είτε με τη μέθοδο του ισχύοντος ελληνικού δικαίου (που θα μπορούσε να αναφερθεί και ως μοντέλο του mandataire ad hoc) είτε με τη μέθοδο της ένταξης των εταίρων ως ομάδας στη συλλογική διαδικασία. Η παρούσα ανάλυση αναπτύσσεται λαμβάνοντας υπόψη και τη δεύτερη αυτή μέθοδο, ως παράλληλο τρόπο για να επιτευχθεί όχι ταυτόσημο, αλλά πάντως όμοιο αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, όταν μελετώνται οι όροι, υπό τους οποίους θεωρείται καταχρηστική η άρνηση σύμπραξης των εταίρων και διο- ρίζεται ειδικός εντολοδόχος στο άρ. 101 παρ. 3 ΠτωχΚ, οι ίδιες σκέψεις μπορούν να έχουν σημασία, μεταφερόμενες βέβαια σε διαφορετικό πλαίσιο, και αν επιλεγεί η εναλλακτική μέθοδος που επιτρέπει η Οδηγία, αν δηλαδή οι εταίροι υπόκεινται, ως έσχατη ομάδα, στις αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών. ∆ιότι και σε εκείνη την περίπτωση δεν αποκλείονται αποκλίσεις από την αυστηρή εφαρμογή του κανόνα προτεραιότητας μεταξύ πιστωτών και εταίρων, αν αυτές είναι ανα- γκαίες για την εξυγίανση. Και η αλλοδαπή πράξη καταδεικνύει ότι συχνά οι εξυ- γιαντικές συμφωνίες είναι ευμενέστερες για τους εταίρους από τις ελάχιστες απαιτήσεις του νόμου, ακριβώς επειδή τούτο έχει οικονομικό νόημα. Αντίστοιχα, δεν είναι καταχρηστικό να μην εγκρίνουν οι εταίροι, όταν απαιτείται καταρχήν η έγκρισή τους όπως ισχύει και κατά τον ΠτωχΚ, μέτρα που δεν περιέχουν τέτοιες, ωφέλιμες και γενικότερα, αποκλίσεις υπέρ αυτών. ∆εν υποστηρίζεται εδώ ότι οι δύο κανόνες λειτουργούν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, αλλά ότι η κατανόηση του ενός συμβάλλει στην κατανόηση του άλλου. Επίσης, δεν πρέπει να νομιστεί ότι η παρούσα μελέτη ασχολείται για θέμα που μόλις προέκυψε, μετά την οικονομική κρίση που άρχισε διεθνώς το 2008. Εταιρι- κά μέτρα μπορούσαν από μακρού να επιβληθούν στους διαφωνούντες εταίρους στον αγγλόφωνο κόσμο, στο πλαίσιο του Chapter 11 στις Η.Π.Α. και του scheme of arrangement (ενδεχομένως σε συνδυασμό με την administration 36 ) στο αγγλικό δίκαιο. Με άλλα λόγια, η «εταιρική ουδετερότητα» του πτωχευτικού δικαίου δεν είναι αναγκαίο στοιχείο του, αλλά κανονιστική επιλογή ορισμένων έννομων τά- ξεων, που ποτέ δεν επικράτησε γενικώς και που σήμερα καταφανώς υποχωρεί. Ενδεχομένως ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι και στο ίδιο το ελληνικό δίκαιο οι τροποποιήσεις του ΠτωχΚ επανέφεραν μια παλαιά προβληματική. Είναι πολύ γνωστό ότι ο Ν 1386/1983 προέβλεψε, ως μέσο κρατικοποίησης εφαρμοζόμενο με διοικητική πράξη, αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου με αποκλεισμό του δικαιώ- ματος προτίμησης και κεφαλαιοποίηση χρεών. Εξ αυτού προέκυψαν άλλωστε οι «ελληνικές» αποφάσεις του ∆ΕΚ, 37 που διέγνωσαν την παράβαση της 2ης Εται- ρικής Οδηγίας με αυτά τα μέτρα. Ενώ πράγματι επρόκειτο τότε για παράβαση, 36. Το ζήτημα ανάγεται στην τεχνική του αγγλικού δικαίου και δεν ενδιαφέρει περαιτέρω στην παρούσα ανάλυση. Βλ. εν πάση περιπτώσει περαιτέρω Payne , σ. 247-249. 37. Βλ. σημ. 564, 566.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=