ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

XVIII Δημοκρατίας με την ίδρυση ενός νέου ανωτάτου δικαστηρίου, του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, παράλληλα με την διατήρηση της αποικιακής δικαστη- ριακής δομής (με βασική αλλαγή την μετονομασία του Supreme Court σε High Court και την κατάργηση της δικαιοδοσίας του Privy Council). Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου – και κατόπιν του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου (Supreme Court) – σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου στηρίχθηκε πρωτίστως στο άρ- θρο 146 και υπήρξε ακυρωτικού χαρακτήρα (recours en annulation), στα πρότυπα ανωτάτων διοικητικών δικαστηρίων όπως το ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας, που αριθμούσε τότε λίγες δεκαετίες βίου με αρκετή επιτυχία και ακολουθώντας γαλλι- κά πρότυπα. Καθιερώθηκε έτσι και στην Κύπρο, αντίθετα με τα πλείστα κράτη της αγ- γλικής νομικής παράδοσης, ξεχωριστή διοικητική δικαιοδοσία και, αρχικά, διακριτή διοικητική δικαιοσύνη. Υπό την έννοια αυτή μπορούμε να πούμε πως η ηλικία του κυπριακού διοικητικού δικαίου είναι περίπου ταυτόσημη με εκείνη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και – ελ- λείψει θεσμών προληπτικού ελέγχου ή ακαδημαϊκής παράδοσης – το κυπριακό δι- οικητικό δίκαιο υπήρξε ταυτισμένο με την διοικητική δικαιοσύνη. Η εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης μετά την Τουρκανταρσία οδήγησε, ουσιαστικά, στην απορρό- φηση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου από το High Court. Το νέο Ανώτατο Δικαστήριο διεκδίκησε/υπεράσπισε και διατηρεί μέχρι σήμερα μια Κοινοδικαιική ταυτότητα, η οποία αναμφίβολα επηρέασε και την πορεία της διοικητικής δικαιοσύ- νης καθ’ημάς. Ταυτοχρόνως όμως, ή και για τον λόγο αυτό, άρχισε η μετεμφύτευση ή μεταφορά (transplantation) των γενικών αρχών και νομολογιακών κανόνων του ελληνικού διοικητικού δικαίου στην Κύπρο. Ακόμη και ο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος ακολούθησε αυτά τα πρότυπα. Η επιρροή αυτή υπήρξε συχνά γόνιμη κατά το αποτέλεσμα, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εξ απόψεως συγκριτικού δικαίου, αλλά – από την οπτική της νομικής δογματικής – πολλές φορές στερούμενη επιστημονικής συστηματικότητας. Ωστόσο υπήρξε και διάλογος εντός του Κυπριακού νομικού κόσμου και συγκροτημένες απόπειρες πρόσληψης και επιστημονικής τεκμη- ρίωσης. Θα πρέπει να αναγνωριστεί πως η άσκηση της διοικητικής δικαιοδοσίας απο- κλειστικά από τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέτρεψε τουλάχιστον την κρίση της μάζας των διοικητικών διαφορών από εξαιρετικά πεπειραμένους δικαστές, πολλοί από τους οποίους μπορεί να μην διέθεταν γνώση διοικητικού δικαίου όταν εκλήθησαν να αναλάβουν τα καθήκοντα αυτά αλλά είχαν αποδεδειγμένη ικανότητα δικαστικής κρίσης αλλά και υποστήριξη από εξειδικευμένους λειτουργούς: σε κανέ- ναν άλλον κλάδο του ουσιαστικού δικαίου δεν έγινε από τα κυπριακά δικαστήρια η νομολογιακή εργασία που έγινε σε θέματα διοικητικού δικαίου. 1 Αλλά το Κοινοδίκαιο στηρίζεται στην ποιότητα των επιχειρημάτων που τίθενται ενώπιον της έδρας και στο σημείο αυτό δεν υπήρξε πάντοτε ευτυχής η κυπριακή έννομη τάξη ούτε αναγνωρί- 1. Αυτός είναι και ο λόγος που η μεταβίβαση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας σε πρωτοβάθμιους δικαστές με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο το 2015 συνο- δεύθηκε και από την απαίτηση του άρθρου 4(1) να διαθέτουν «ευρεία γνώση σε θέματα διοικητι- κού δικαίου».

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=