ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

XIX στηκε ποτέ ο ρόλος της διαδικασίας στο να ενθαρρύνει τους συνηγόρους να αναπτύ- ξουν στιβαρά νομικά επιχειρήματα. Ακόμη και σε επίπεδο θεωρίας πηγών υπήρξε μια σύγχυση: έχοντας την δυνατότητα να συγκεράσουμε τον κοινοδικαιικό θεσμό του νομολογιακού προηγουμένου ( stare decisis ) και την ελληνογαλλική ιδέα της πάγιας νομολογίας ως δηλωτικής γενικών αρχών ( jurisprudence constante ), διαπιστώνεται ενίοτε μια σύγχυση όπου πρωτοβάθμιες αποφάσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου παραπέμπονται ως αν επρόκειτο για αποφάσεις επί αναθεω- ρητικών εφέσεων. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας εξηγώντας τον τίτλο του έργου, και παρα- πέμποντας στον δάσκαλό μας Πρόδρομο Δαγτόγλου, «διοικητική δικαιοσύνη» και «διοικητικό δικονομικό δίκαιο» δεν είναι όροι ταυτόσημοι. Η παρατήρηση αυτή έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την Κύπρο, όπου για μισό αιώνα είχαμε διοικητική δι- καιοδοσία και διοικητική δικαιοσύνη: η κυπριακή διοικητική δικονομία βρίσκεται σε νηπιακή ηλικία, ενώ ο όποιος λόγος περί διοικητικού δικονομικού δικαίου αποτελεί απλώς υπόσχεση επιστημονικής συστηματοποίησης. Στην Ελλάδα, της οποίας η νομολογία αποτέλεσε κατά το δικό μας Ανώτατο Δικαστήριο «μητέρα τροφό» του ουσιαστικού διοικητικού δικαίου, η διοικητική νο- μολογία αναπτύχθηκε κατά τρόπο αυτόνομο – όχι όμως ανεξάρτητο – τόσο από το ουσιαστικό δίκαιο όσο και από τα επιστημονικά πεδία της πολιτικής και της ποινικής δικονομίας. Η διοικητική δικαιοσύνη στην Ελλάδα ξέφυγε επίσης, σε μεγάλο βαθ- μό, από την σκιά του συνταγματικού λόγου (constitutional discourse), ο οποίος στην Κύπρο συχνά υποκαθιστά την δικαιοπολιτική συζήτηση και την νομική δογματική. Στο γεγονός αυτό συντέλεσε η παράδοση που αναπτύχθηκε, πρώτα εντός του Συμβουλίου Επικρατείας, αλλά και στην συνέχεια με την προσθήκη ενός πλήρους δικαιοδοτικού συστήματος δικαστηρίων ουσίας. Το 1960, πολλές διοικητικές διαφορές και δη αυτές που σήμερα ονομάζονται διοικητικές διαφορές ουσίας εξακολουθούσαν να υπάγο- νται στα πολιτικά δικαστήρια της Ελλάδας, αλλά ήδη κάποια χρόνια αργότερα υπήρ- ξε η δημιουργία αρχικώς ειδικών διοικητικών δικαστηρίων (Φορολογικών) και στην συνέχεια ενός ολοκληρωμένου συστήματος τακτικών διοικητικών δικαστηρίων δύο βαθμίδων που – υπό τον «αναιρετικό» έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας – ανέ- λαβαν καταρχήν τις διοικητικές διαφορές ουσίας αλλά ακόμη και λιγότερο σημαντικές ακυρωτικές διαφορές. Το εξελιγμένο αυτό σύγχρονο σύστημα – που εξακολουθεί να εντάσσεται στην γαλλική παράδοση διοικητικού δικαίου αλλά δέχθηκε επιρροές και από το γερμανικό δημόσιο δίκαιο αλλά και από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – συμπληρώνεται από ένα άλλο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, που επίσης ανταποκρίνεται σε ευρωπαϊκά πρότυπα (και συχνά αγνοείται στην Κύπρο). Στην Κύπρο δεν κατέστη δυνατό να παρακολουθήσουμε αυτές τις εξελίξεις μέχρι σή- μερα. Δεν υπήρξε για θέματα διοικητικής δικονομίας διάλογος εντός Κύπρου, ενώ ο σταθερός προσανατολισμός του κυπριακού συστήματος απονομής δικαιοσύνης προς την αγγλική νομική παράδοση δεν επέτρεψε να αναγνωριστεί η συστηματική επίδρα- ση του εν Ελλάδι διοικητικού δικονομικού δικαίου. Τόσο η μετεξέλιξη της διοικητικής δικαιοσύνης εν Ελλάδι, όσο και η «συνταγματική» διάσταση της διοικητικής δικαιοδο-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=