ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

XX σίας εν Κύπρω αποτέλεσαν συχνά δικαιολογίες προς τούτο. Ακολουθήθηκε στον βαθ- μό που ήταν δυνατό (δηλαδή mutatis mutandis) και όχι πάντοτε συνειδητά η υφιστά- μενη παράδοση της πολιτικής ιδίως δικονομίας. Σταδιακά αναπτύχθηκε μια κυπριακή διοικητική δικονομία – σημαντική λόγω του όγκου της ύλης αλλά και παραγνωρισμέ- νη – αλλά όχι και δικονομικό δίκαιο των διοικητικών διαφορών. Ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση δημιουργίας κυπριακής διοικητικής δικονομί- ας έγινε με τους διαδικαστικούς κανονισμούς του Διοικητικού Δικαστηρίου αλλά νο- μίζω είναι σαφές για ποιον λόγο θα είναι καθοριστική η συνεισφορά του συγγραφέα στην συστηματική δόμηση του αντικειμένου, τον εντοπισμό των αντιτιθέμενων συμφε- ρόντων και αξιών, αλλά και, πιο πρακτικά, στην επισήμανση προβλημάτων και υπό- δειξη λύσεων σε δικηγόρο και δικαστή. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στις θεμελιώδεις αρχές της διοικητικής δίκης, όπως τις αναπτύσσει ο συγγραφέας (Κεφ. 7) για να αντι- ληφθεί τις προκλήσεις αλλά και δυνατότητες του νέου περιβάλλοντος. Από την πλευρά μου αρκούμαι σε δύο παραδείγματα που δείχνουν την εξέλιξη που αναπόφευκτα θα έχει η κυπριακή διοικητική δικαιοσύνη και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Το πρώτο παράδειγμα αφορά την διεξαγωγή και διαχείριση της διοικητικής δίκης. Ακολουθείται η πρακτική της κατάχρησης των προθεσμιών που είθισται στην πολι- τική δίκη, όπου όμως είναι διαφορετική όχι μόνο η κουλτούρα αλλά και οι ανάγκες της υπόθεσης. Αντίθετα, με δεδομένο τον ριζικό περιορισμό της προφορικότητας στην διοικητική δίκη, είναι μικρότερη η ανάγκη αναβολών και μεγαλύτερη η ανάγκη να εν- θαρρυνθούν οι συνήγοροι να τοποθετηθούν επί της ουσίας των επιχειρημάτων τους. Πρόκειται για διάλογο ο οποίος μόλις αρχίζει. Το δεύτερο παράδειγμα αφορά στην ανάγκη δικαιοδοτικής επέκτασης της διοικητικής δικαιοσύνης – τόσο διευρύνοντας τις υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις δικαστικής θεραπείας όσο και διευρύνοντας την δυνατή θεραπεία. Κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό πριν την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη των εγγενών χαρακτηριστικών του συστήματος και ιδίως την δραματική επιβάρυνση των ανωτάτων δικαστών. Ακόμη και νομοθετικές προσπάθειες προς τούτο – όπως λ.χ. για την διεύρυνση της έννοιας του «εννόμου συμφέροντος» – έπεσαν στο κενό. Το δίκαιο ωστόσο ακολουθεί τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις. Ο εκρηκτικά διευ- ρυμένος όγκος διοικητικών διαφορών κατέστησε αδύνατη την συνέχιση της αναθεω- ρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι Δικαστές του οποίου βρέθηκαν να αναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στην πρωτοβάθμια εκδίκαση δι- αφορών που στις άλλες έννομες τάξεις της Δυτικής νομικής παράδοσης υπάγονται σε νεώτερους εξειδικευμένους δικαστές, είτε – στην Ηπειρωτική ιδίως παράδοση – εντός του ιδίου ή εξειδικευμένων δικαστηρίων είτε – στην αγγλοαμερικανική παράδοση – αρχικά σε χαμηλόβαθμα δικαστήρια / δικαιοδοτικά όργανα (administrative tribunals). Επίσης, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ενσωμάτωσή του στην Κύπρο έχει αρχίσει να λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής – ποσοτικά και ποιοτικά – των διοικητικών διαφορών. Σε ορισμένα αντικείμενα είναι επιβεβλημένος ο έλεγχος ουσίας διοικητι- κών αποφάσεων (litiges administratives de pleine juridiction). Οι φορολογικές δια- φορές – αντικείμενο ιδιαίτερα κρίσιμο για την κυπριακή οικονομία και τον διεθνή της

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=