ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

XXI προσανατολισμό – είναι συνήθως το πρώτο αντικείμενο που υπάγεται σε διοικητικά δικαστήρια ουσίας, αλλά οι υποχρεώσεις της χώρας επέβαλαν την δημιουργία δικαι- οδοτικών δομών με εξειδικευμένη κρίση και δυνατότητα παρέμβασης στην ουσία σε θέματα ασύλου και μετανάστευσης, αλλά και σε διαφορές εκ δημοσίων συμβάσεων. Επί του παρόντος, όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας, οι διοικητικές διαφορές ουσί- ας περιορίζονται στις φορολογικές και στις «διαδικασίες διεθνούς προστασίας» και ο έλεγχος του Διοικητικού Δικαστηρίου είναι κυρίως ακυρωτικός, αλλά και πάλι η κατά- σταση είναι πολύ διαφορετική απ’ ό,τι πριν από λίγα μόλις χρόνια – και η προοπτική για περαιτέρω εξέλιξη ακόμη μεγαλύτερη. Το βήμα που έγινε με την δημιουργία Διοικητικού Δικαστηρίου ήταν καθοριστικό για την διοικητική δικαιοσύνη. Δεν θα μπω στο συνταγματικό ζήτημα του κατά πόσο ήταν ορθότερη η αναβίωση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ή η σύσταση ενός ξεχωριστού πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ουσίας, ούτε θα σταθώ στην – εξίσου εν- διαφέρουσα – δικαιοπολιτική διάσταση του εγχειρήματος. Το ίδιο ισχύει και για την ίδρυση ενός επιπλέον δικαστηρίου εξειδικευμένης διοικητικής δικαιοδοσίας όπως το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Αν εκείνες οι διαφορές ουσίας υπάγο- νταν στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου, ο φόρτος του τελευταίου θα εί- χε επιβαρυνθεί ουσιωδώς στην κρίσιμη χρονική στιγμή κατά την οποία το Διοικητικό Δικαστήριο ανακαλύπτει την ταυτότητα και αναπτύσσει τον χαρακτήρα του. Με την δημιουργία όμως ενός ξεχωριστού δικαστηρίου για θέματα του περί Προσφύγων Νόμου ελλοχεύει ωστόσο ο κίνδυνος μιας δικαιοδοτικής πολυφωνίας που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την αναγνώριση μιας ιεραρχίας μεταξύ των δικαστηρίων ουσί- ας. Αυτό που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε είναι πως, όπως αναφέρει και ο συγγρα- φέας, «η κυπριακή διοικητική δικαιοσύνη επιστρέφει μετά από μισό αιώνα, τουλά- χιστον πρωτόδικα, στα χέρια εξειδικευμένων διοικητικών δικαστών με αποκλειστικό αντικείμενο την εκδίκαση διοικητικών διαφορών». Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει πως η διοικητική μας δικαιοσύνη βρίσκει τα πατήματά της: σε άλλες περιπτώσεις φαίνε- ται πιο άτολμη από ό,τι θα θέλαμε, σε άλλες περιπτώσεις ίσως περισσότερο τολμη- ρή. Αλλά τα πράγματα κινούνται και αυτό καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη επιστημονικού διαλόγου, ο οποίος με την σειρά του μπορεί να διεξαχθεί πιο γόνιμα μέσα στο πλαίσιο που θέτει το παρόν σύγγραμμα, ιδίως σε συνδυασμό με το Γενικό Διοικητικό Δίκαιο του ιδίου συγγραφέα. Η, σε σοβαρά θεμέλια, ανάπτυξη αυτόνομης διοικητικής δικαιοσύνης είναι σημαντική πρωτίστως για την ορθή και αποτελεσματική (effective) απονομή δικαιοσύνης και την ευδοκίμηση χρηστής και αποδοτικής (efficient) διοίκησης. Επαναλαμβάνω πως η τα- χεία απονομή δικαιοσύνης δεν θα πρέπει να είναι αυτοσκοπός: ο διοικητικός δικαστής καλείται να κατανοήσει και να εννοήσει την διοικητική λειτουργία. Ειδάλλως, ελλο- χεύουν οι κίνδυνοι είτε του υπερβολικού σεβασμού (deference) των δικαστών στην εκτελεστική εξουσία (ο οποίος θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε διοικητική αυθαιρεσία), είτε του τυπολατρικού ελέγχου διοικητικών πράξεων, ο οποίος δύναται να δημιουρ- γήσει ευθυνοφοβία και να οδηγήσει την διοίκηση σε παράλυση και μηχανιστική λή- ψη αποφάσεων, είτε τέλος ενός κακώς εννοούμενου «ακτιβισμού», όπου θεμελιώδη

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=