ΠΟΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΣ ΠΑΣΧΟΝΤΩΝ

Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου/Μαρία Μητροσύλη 3 Στο νόμο προβλεπόταν επίσης η τοποθέτηση σε θεραπευτικό κατάστημα, ωστόσο πουθενά δεν αναφερόταν η λέξη « θεραπεία» . Το άτομο «φυλασ- σόταν» στο θεραπευτικό κατάστημα. Δεν ήταν κρίσιμο και να θεραπεύεται. Τέλος, στο νόμο γινόταν λόγος για άτομο που απαλλάχθηκε λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή κωφαλαλίας, υποδεικνύοντας, ήδη με την αναφορά αυτή, ότι πρόκειται για κατά το μάλλον ή ήττον μόνιμες καταστάσεις. (β) Ένα δεύτερο σημείο που δημιουργούσε προβλήματα ήταν η υποχρεωτική επιβολή του μέτρου. Με βάση το κείμενο του νόμου, το δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να επιβάλει τη φύλαξη μόλις διαπίστωνε τη συνδρομή των όρων του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα. Άλλη δυνατότητα δεν υπήρχε. (γ) Το είδος των εγκλημάτων για τα οποία μπορούσε να επιβληθεί η φύλαξη, δημιουργούσε επίσης σημαντικά προβλήματα. Για την εφαρμογή του άρ- θρου 69 του Ποινικού Κώδικα δεν ήταν αναγκαίο να πρόκειται οπωσδήποτε για βαρύ κακούργημα, αλλά αρκούσε ακόμα και ένα πλημμέλημα και μάλι- στα οποιασδήποτε μορφής, αρκεί να απειλούνταν με στερητική της ελευθε- ρίας ποινή μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών. Ακόμα λ.χ. και μια κλοπή εικόνας από εκκλησία ή μια απρόκλητη φθορά ξένης ιδιοκτησίας ήταν αρκετές για την επιβολή της φύλαξης. (δ) Ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα είχαν δημιουργηθεί και σε ό,τι αφορά την αρμόδια για την επιβολή του μέτρου αρχή. Από το κείμενο του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα, προέκυπτε ότι το μέτρο επιβαλλόταν όχι μόνο όταν ο δράστης απαλλασσόταν από την ποινή, αλλά και όταν απαλλασσόταν από τη δίωξη για το κακούργημα ή το πλημμέλημα που είχε τελέσει. Από τη διατύπωση αυτή η νομολογία μας συνήγαγε το συμπέρασμα ότι το μέτρο μπορούσε να επιβληθεί ακόμα και από το δικαστικό συμβούλιο, με την έκδο- ση απαλλακτικού βουλεύματος, χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη 4 . Έτσι, στην πράξη, όταν διαπιστωνόταν ότι ο δράστης του εγκλήματος ήταν ακαταλό- γιστος, εκδιδόταν απαλλακτικό βούλευμα και ταυτόχρονα, εφόσον αυτός κρινόταν επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, διατασσόταν απευθείας από το δικαστικό συμβούλιο η φύλαξή του σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα. Με τον τρόπο αυτό, ένα επαχθές για τον κατηγορούμενο μέτρο μπορούσε να επιβληθεί χωρίς καν να του δοθεί η δυνατότητα να αναπτύξει πλήρως τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς στο ακροατήριο, κατά προφανή πα- ραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης 5 . Θεωρούνταν ότι είχε τελέσει την αξιόποινη πράξη, καλυπτόμενη μάλιστα από τον απαιτούμενο στο νόμο δόλο, χωρίς να έχει κριθεί από τον φυσικό του δικαστή και χωρίς να έχει 4. Βλ. ΑΠ 1487/2004 ΠοινΔικ 2005, 142, ΣυμβΠλημΑθ 1443/2001 ΠοινΔικ 2001, 707, ΠλημΆρτας 187/2002 ΠοινΧρ 2003, 72, ΠλημΙωαν 254/2004 ΠοινΧρ 2005, 652. 5. Βλ. κριτική από Σ. Αλεξιάδη , Εισαγγελικές εξουσίες και ατομικές ελευθερίες, Δί- καιο και Πολιτική 5/1983, σελ. 265 επ., Ι. Μανωλεδάκη , Γενική Θεωρία του ποινι- κού δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, τ. β΄, 1978, σελ. 228 επ.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=