ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

50 [12] Π ΡΑΚΤΙΚΑ Θ ΕΜΑΤΑ Π ΟΛΙΤΙΚΗΣ Δ ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ταυτότητα τόσο της ιστορικής και νομικής βάσης της αγωγής, όσο και του αντικει- μένου της δίκης, ώστε να μην μπορεί να διαγνωσθεί η ακυρότητα της δικαιοπρα- ξίας για τον έναν ομόδικο και η εγκυρότητα της για τον άλλο, πράγμα που θα δη- μιουργούσε δύο αντίθετες και ασυμβίβαστες καταστάσεις (ΑΠ 411/1982 ΝοΒ 30,1476 επ. και, στο ίδιο θέμα, ΑΠ Ολ 902/1982 ΝοΒ 31,209 με την αγόρευση του Εισαγγελέα του ΑΠ). 3. Επιτρέπεται η σώρευση πολλών αιτήσεων του ίδιου ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής, αδιάφορα εάν πηγάζουν από την ίδια ή άλλη αιτία ή από το ίδιο ή άλλο αντικείμενο, τον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, αρκεί να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις (άρθρ. 218 § 1 ΚΠολΔ): α) Να μην αντιφάσκουν μεταξύ τους. β) Στο σύνολο τους να υπάγονται, λόγω ποσού, στο δικαστήριο στο οποίο ει- σάγονται. γ) Να υπάγονται στο ίδιο δικαστήριο κατά τόπο. δ) Να υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας. ε) Η σύγχρονη εκδίκαση τους να μην επιφέρει σύγχυση στον δικαστή. στ) Να μην αντιφάσκουν μεταξύ τους. Από τις παραπάνω προϋποθέσεις, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συντρέχει η κατά σειρά πρώτη. Για την ακυρότητα δικαιοπραξίας δεν μπορούν να σωρευθούν και οι δύο βάσεις που αφορούν, η μεν πρώτη το άρθρο 131 ΑΚ και η άλλη το άρ- θρο 179 ΑΚ, γιατί: στην ακυρότητα του 131 το συμβαλλόμενο πρόσωπο δεν έχει ικανότητα για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, ενώ, αντίθετα, στην ακυρότητα του 179, υπάρχει ικανότητα και στα δύο μέρη, αλλά η ακυρότητα της δικαιοπραξία στηρίζεται σε άλλους λόγους. Σύμφωνα με αυτά, η αγωγή των κληρονόμων δεν θ’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, αλλά το δικαστήριο θα διατάξει τον χωρισμό των αγωγών (άρθρ. 218 § 2 ΚΠολΔ), χωρίς, όμως, να κρατήσει καμιά για συζήτηση προ- κειμένου να παρασχεθεί η ευχέρεια στους Γ και Δ να επιλέξουν ποια από τις δύο αγωγές (βάσεις) θέλουν να συζητηθεί. Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα εάν οι ενάγοντες τις δύο αυτές βάσεις είχαν σω- ρεύσει επικουρικά, δηλαδή η δεύτερη θα εξετάζονταν από το δικαστήριο εάν η πρώτη απορρίπτονταν ως απαράδεκτη ή αβάσιμη (άρθρ. 219 ΚΠολΔ).

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=