Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Πρόλογος VIII ανταγωνισμός σε ζητήματα που δεν σχετίζονται απαραίτητα με τις τιμές. Οι επιχει- ρήσεις ανταγωνίζονται η μια την άλλη ώστε να επιτύχουν την πρωτιά σε ζητήματα που αφορούν τις τεχνολογικές ανακαλύψεις, ώστε με τον τρόπο αυτό να παράσχουν στους καταναλωτές καλύτερη ποιότητα και υπηρεσίες. Επιπρόσθετα, παράγοντες όπως ο βαθμός συσπείρωσης της σχετικής αγοράς, καθώς και η διαφάνεια των πλη- ροφοριών που σχετίζονται με τις τιμές, δεν μπορούν να αγνοηθούν. Το ΔΕΕ έχει προσπαθήσει να πετύχει μια ισορροπία μεταξύ της ανάγκης για απο- τροπή της νόθευσης του ανταγωνισμού και της ανάγκης να μην απαγορευθεί η έλλογη οικονομική συμπεριφορά. Οι δυσχέρειες στην στοιχειοθέτηση υποθέσεων εναρμονισμένης πρακτικής είναι δεδομένες, πλην όμως αυτό δεν μεταβάλλει την υποχρέωση της Επιτροπής να προσκομίσει επαρκές μαρτυρικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου. Η παράλληλη συμπεριφορά ειδικότερα, δεν συνιστά από μόνη της εναρμονισμένη πρακτική. Εντούτοις, η απόδειξη της επακόλουθης συμπεριφοράς στην αγορά είναι δυσχερής, εφόσον στην περίπτωση της εναρμονισμένης πρακτι- κής, δεν υφίσταται συμφωνία που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευχερώς από το Δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο. Δεν θα πρέπει άλλωστε να λησμονείται ότι ένα έμμεσο αποτέλεσμα της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού είναι ότι παρακινεί τις επι- χειρήσεις να αποκρύπτουν τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για να επιτύχουν τη νόθευση του ανταγωνισμού. Η οικονομική ανάλυση μπορεί να προσφέρει χρήσιμα εργαλεία, τα οποία αν τύχουν ορθής αξιοποίησης μπορούν να οδηγήσουν το δικα- στήριο στη λήψη ορθών αποφάσεων. Οι οικονομικές θεωρίες όμως δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις νομικές αρχές. Το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να ισορρο- πήσει μεταξύ νομικής και οικονομικής επιστήμης, ώστε να αποτρέψει τη νόθευση του ανταγωνισμού, χωρίς ταυτόχρονα να απαγορεύει την υιοθέτηση μιας έλλογης οικονομικής συμπεριφοράς. Ο συγγραφέας του παρόντος έχει χειριστεί το πολύπλοκο αυτό ζήτημα με εξαιρε- τική ενάργεια. Η δικαστική του ιδιότητα και εμπειρία, σε συνδυασμό με το στέρεο ακαδημαϊκό υπόβαθρο που τον διακρίνει, και την επιμονή στη λεπτομέρεια, του επέτρεψε να προσεγγίσει τις διάφορες πτυχές του ζητήματος με διεισδυτικότητα, θέτοντας τα κατάλληλα ερωτήματα και προσπαθώντας να εισηγηθεί τεκμηριωμένες απαντήσεις μέσα από ένα ζωηρό διάλογο με την θεωρία και τη νομολογία. Η μελέτη εξετάζει τα ζητήματα υπό το πρίσμα των προτεραιοτήτων του δικαίου του ελεύθε- ρου ανταγωνισμού, αντιμετωπίζοντας ένα ζήτημα, στο οποίο όπως παρατηρεί και ο ίδιος, υπάρχει μια σταδιακή μετατόπιση από μια καθαρά νομική αντιμετώπιση προς μια περισσότερο οικονομική αντιμετώπιση του δικαίου, αποσκοπώντας τόσο στην αύξηση της αποτελεσματικότητας, όσο και στην επίτευξη της ενοποιητικής λειτουρ- γίας του δικαίου στη συνεχή διαδικασία περαιτέρω εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τις δυσχέρειες στην ερμηνεία και από- δειξη της εναρμονισμένης πρακτικής, εξετάζοντας παραπλήσια ερωτήματα, καθώς και συγκριτικές προσεγγίσεις, που διευρύνουν την κατανόησή του αναγνώστη για το θέμα. Η παρούσα μονογραφία είναι ολοκληρωμένη και άξια κάθε επαίνου και πιστεύω ότι συνιστά μια σημαντική τομή στη μελέτη του ζητήματος. Είμαι βέβαιος ότι θα τύχει

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=