Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ 37 Β.6 Η εναρμονισμένη πρακτική-Δικαιολογητικός λόγος θέσπισης Βασική θεμελιώδης αρχή που απορρέει από τους κανόνες του ανταγωνισμού εί- ναι ότι η εμπορική πολιτική που θα εφαρμοστεί στην αγορά από τις επιχειρήσεις διαμορφώνεται κατά ανεξάρτητο τρόπο. Οι επιχειρήσεις δεν πρέπει να γνωρί- ζουν την συμπεριφορά που θα υιοθετήσουν οι ανταγωνιστές τους στην αγορά Οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση επαφή των ανταγωνιστών που ενδέχεται να επη- ρεάσει τη συμπεριφορά τους στην αγορά απαγορεύεται. Αυτό ιδιαιτέρως συμ- βαίνει σε περίπτωση συμπράξεων όπου και απουσιάζουν συμφωνίες ή εμφα- νείς επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων που συμμετέχουν. Στις περιπτώσεις αυτές το βάρος πέφτει στην υιοθέτηση μίας παρόμοιας ή πα- ράλληλης συμπεριφοράς στην αγορά. Η συγκεκριμένη παράλληλη συμπερι- φορά θεωρείται ότι συνιστά μη αποδεκτή εναρμονισμένη πρακτική όταν δεν αποτελεί απλή προσαρμογή της συμπεριφοράς μιας επιχείρησης στις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά 142 . Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές φορές είναι αντικειμενικά δυσχερές να διακριθούν οι συμφωνίες από τις εναρμονισμένες πρακτικές, για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συνήθως επικαλείται στις αποφάσεις της τη συμμετοχή σε μια «συμφωνία ή και εναρμονισμένη πρακτική» για να θεμελιώσει μία αντια- νταγωνιστική συμπεριφορά, γεγονός που γίνεται αποδεκτό από την νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ 143 . Πέραν δε του διττού αυτού χαρακτήρα έχει γίνει αποδεκτή και η έννοια της «ενι- αίας συνεχούς παράβασης», δηλαδή μίας συνεχούς και κοινής συμπεριφοράς με κοινό στόχο, η οποία όμως λαμβάνει τη μορφή επιμέρους πρακτικών, οι οποί- ες εξεταζόμενες χωριστά κάθε μία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν είτε ως συμφωνίες είτε ως εναρμονισμένες πρακτικές, τυχόν δε διαχωρισμός τους σε διαφορετικές μεμονωμένες παραβάσεις θα ήταν τεχνητός 144 . Δικαιολογητικός συνεπώς λόγος της ενσωμάτωσης της εναρμονισμένης πρα- κτικής στο ρυθμιστικό πεδίο της κανονιστικής διάταξης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ αποτελεί το γεγονός ότι πολλές φορές κάποια άτυπη συμφωνία ή φαινομενικά μονομερής απόφαση 145 ενδέχεται να παραβιάζει επίσης, όπως ακριβώς η τυπι- κή συμφωνία την ως άνω διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι έχει είτε ως αντικεί- μενο είτε και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. 142. Αστέρης Πλιάκος, όπ σελ 600. 143. ΓενΔικΤ-305/94, Limburgse Vinyl Maatshappij v Commission, Συλλογή 1999, σελΙΙ-931. 144. ΓενΔικ Τ-334/94 Sarrio, Συλλογή 1998, σελΙΙ-1439, σκέψη 164επ, ΔΕΕ C-49/92 Anic Partecipazioni όπ,Ι-4125, σκέψη 112-113 και 131-133. 145. Ντέκας, Τα μονομερή μέτρα των επιχειρήσεων ως κάθετες συμφωνίες του άρθρου 81 ΣΕΚ- Εξελίξεις στη νομολογία του ΔΕΚ και του ΠΕΚ , ΕυρΠολ 3/2007,816επ.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=