Ποιες ήταν οι επιπτώσεις των δύο αυτών αλλαγών; Πρώτον, η ένταση μεταξύ των παλαιών και των μελλοντικών συνταξιούχων, που κλονίζει τη διαγενεακή αλληλεγγύη και διχάζει την κοινωνία. Το ρητορικό σχήμα ότι δεν θα υπάρξουν νέες περικοπές κύριων συντάξεων δεν αφορούσε τελικά ούτε εκείνους που συ- νταξιοδοτήθηκαν μέχρι το τέλος του 2015. Για όλους τους άλλους οι μειώσεις υπερέβησαν το 15% και για ορισμένες κατηγορίες ήταν υψηλότερες του 35%. Ωστόσο, το σοβαρότερο πρόβλημα που προκάλεσε ο νόμος Κατρούγκαλου αποτέλεσε η στρέβλωση της ανταποδοτικότητας του συστήματος και της αρ- χής της εγγύτητας μεταξύ του προσυνταξιοδοτικού επιπέδου διαβίωσης και αυτού που εγγυάται το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η αρχή της ανταποδο- τικότητας ασφαλώς σχετικοποιείται σε κάθε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, με γνώμονα τις αρχές της αλληλεγγύης και της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Όμως αυτό που θεωρείται, με τα λόγια του τότε υπουργού Εργα- σίας, μία μεταρρύθμιση «αναδιανεμητική και κοινωνικά μεροληπτική για τους από κάτω», στην πραγματικότητα ήταν μια βίαιη υποχώρηση της ανταποδο- τικότητας, που υπέσκαψε την ασφαλιστική συνείδηση διαβρώνοντας και την ενδογενεακή αλληλεγγύη. IΙ. Η τροποποίηση της νομοθεσίας κατέστη επείγουσα προτεραιότητα τον πε- ρασμένο Οκτώβριο, μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν αντισυνταγματικές κρίσιμες διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου. Στο πλαίσιο αυτό, η νομοθετική μεταρρύθμιση οριοθετήθηκε από την πρόσφατη νομολογία, τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν με το τρίτο Μνημόνιο και τη δυσμενή δημοσιονομική συγκυρία. Ο νόμος 4670/2020 που ψηφίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο επιχειρεί να σταθμίσει τα προηγούμε- να χωρίς να ματαιώσει όσα θετικά περιλαμβάνονται στο προϊσχύον καθεστώς, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών οργανισμών. Επιχειρεί επίσης να διατη- ρήσει μια ισορροπία έναντι αφενός όσων, εντός και εκτός συνόρων, ασκούν κριτική ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές τις οποίες προβλέπει είναι εξαιρετικά γενναιόδωρες και, αφετέρου, των εκ διαμέτρου αντίθετων θέσεων που υπο- στηρίζουν ότι δεν βελτιώνει επαρκώς το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων. Η ενδιάμεση λύση που επιλέχθηκε με βάση τις αναλογιστικές μελέτες συνιστά μία ρεαλιστική επιλογή. Ένα επιπλέον διακύβευμα για τον νομοθέτη ήταν αν θα προέβαινε στην υιο- θέτηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος χρηματοδότησης της επικουρικής ασφάλισης. Η πολιτική απόφαση να μην προχωρήσει μια τέτοια αλλαγή είναι ορθή, αφού στις παρούσες συνθήκες κατά τη μεταβατική περίοδο θα ανέκυπτε σωρεία αρνητικών επιπτώσεων. Η μετάβαση από το διανεμητικό στο κεφαλαι- οποιητικό σύστημα έχει οικονομικό κόστος απαγορευτικό για τα δημοσιονο- μικά δεδομένα. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της μετάβασης οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων θα έπρεπε να συνεχίσουν να υποστηρίζονται από τις εισφορές των εργαζομένων, που ταυτόχρονα θα καταβάλουν εισφορές και για την κάλυψη των μελλοντικών δικών τους παροχών. Στις παρούσες οικονομικές,

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=