ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Οι Πηγές του Δημοσίου Δικαίου 162 μόνο η πρώτη έννοια, η αντικειμενική, στο πλαίσιο της οποίας ως αντικει- μενική καλή πίστη χαρακτηρίζεται η ευθύτητα, η ειλικρίνεια και η εντιμότη- τα που πρέπει να τηρείται στις συναλλαγές και, γενικότερα, στην κοινωνική συμβίωση 652 . Εξ ου και η αντικειμενική καλή πίστη ενίοτε χαρακτηρίζεται και ως συναλλακτική καλή πίστη. Η παραπάνω συμπεριφορά, που πρέπει να τηρείται στις συναλλαγές, κρίνεται κατά τρόπο αντικειμενικό και δεν εξαρ- τάται από υποκειμενικά κριτήρια. Δεδομένου ότι ο νόμος παραπέμπει ενίοτε στην αντικειμενική καλή πίστη, όπως συμβαίνει σε σειρά άρθρων του ΑΚ (λ.χ. 144, 200, 281, 288, 388 ΑΚ), στις περιπτώσεις αυτές και για τα ρυθμιζόμενα από τις σχετικές διατάξεις θέματα, η συναλλακτική καλή πίστη καθίσταται δευτερογενής Πηγή του Δι- καίου 653 . Η γενική εικόνα που παρουσιάζει η λειτουργία της καλής πίστης στις παραπάνωδιατάξεις καταδεικνύει ότι η καλή πίστη έχει θετικό περιεχό- μενο, δηλαδή υπαγορεύει ορισμένη συμπεριφορά, η εξειδίκευση της οποίας σε κάθε περίπτωση εναπόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου και, ειδικότε- ρα, στο δικαστή. Από άλλη άποψη, η καλή πίστη κινείται στο δικαιοπρακτικό χώρο και αντιπαρατίθεται στα χρηστά ήθη, τα οποία αποτελούν φραγμό της ιδιωτικής αυτονομίας (βλ. και άρθρο 5 παράγραφος 1 Σ) και έχουν αρνητικό περιεχόμενο, όπως εκτίθεται κατωτέρω. Επισημαίνεται ότι η καλή πίστη, εντασσόμενη στο πραγματικό των κανόνων δικαίου που αναφέρθηκαν παραπάνω, καθίσταται νομική έννοια και η ορθή εφαρμογή της υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. 2. Τα συναλλακτικά ήθη Συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι τρόποι ενέργειας που τηρούνται σε ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών 654 . Μπορεί να αφορούν ορισμένο είδος συναλλαγής, να αποτελούν επαγγελματική συνήθεια ή ακόμη και να αναφέ- ρονται στις συναλλακτικές συνήθειες ορισμένου τόπου. Ο Αστικός Κώδικας σε πολλές περιπτώσεις παραπέμπει ευθέως στα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 142, 193, 197, 200, 288, 388, 889 ΑΚ), άλλοτε δε χρησιμοποιεί τον όρο «συνή- συνεπειών, από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δε συντρέχει το στοιχείο αυ- τό. Η υποκειμενική καλή πίστη δεν αποτελεί δευτερογενή Πηγή του Δικαίου, διότι η εφαρμογή της έχει μόνο σημασία για την εφαρμογή συγκεκριμένης διάταξης, δε μπορεί, όμως, να λάβει γενικό κανονιστικό χαρακτήρα. Βλ. σχετικά Γ. Κουμάντο , Η υποκειμενική καλή πίστις - συμβολή εις τα περί γνώσεως και άγνοιας εν τω αστι- κώ δικαίω, Εκδ. Γεωργίου Β. Παύλου, 1958, σελ. 31 και Π. Λαδά , Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, ό. π., σελ. 66. 652.  Π. Λαδάς , Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, ό. π., σελ. 65. 653.  Π. Λαδάς , Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, ό. π., σελ. 65. 654.  Γ. Μπαλής , Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, Εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, 1961, σελ. 13.

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=