ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

76 ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ επιχειρήσεις να στηρίξουν τη μετάβαση σε υποκατάστατες ουσίες, κι έτσι ήταν πιο εύκολο να πειστούν και οι υπόλοιπες 198 . Τα επόμενα χρόνια όλα τα κράτη συμφώνησαν να θέσουν αυστηρότερα όρια στη χρήση των επιβλαβών χημικών ουσιών. Ακόμη και οι αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες ήταν αρχικά επιφυλακτικές, δέχθηκαν να συνεργαστούν αφενός διότι τους δόθηκε μεγαλύτερη περίοδος προσαρμογής και, αφετέρου, οι αναπτυγμένες χώρες δημιούργησαν ένα ταμείο, το οποίο χρηματοδότησε όλες τις επιπλέον δαπάνες για τον έλεγχο της παραγωγής των επιβλαβών ουσιών. H επιτυχημένη εφαρμογή του συστήματος για την προστασία της στιβάδας του όζοντος δημιούργησε την προσδοκία ότι το ίδιο πρότυπο θεσμικής συνεργασίας θα μπορούσε να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση της κλιμα- τικής αλλαγής. Τα δεδομένα ήταν όμως πολύ διαφορετικά. Το πρόβλημα της τρύπας του όζοντος είναι λιγότερο σύνθετο από την κλιματική αλλαγή, εφόσον συνδέεται με την χρήση συγκεκριμένων χημικών ουσιών, οι οποίες εντοπίστηκαν γρήγορα από την επιστήμη. Ο περιορισμός της παραγωγής και κατανάλωσης των επιβλαβών ουσιών απαιτούσε τη συνεργασία ενός μόνο κλάδου της βιομηχανίας, της χημικής βιομηχανίας. Έχοντας εξασφαλίσει τη συνεργασία της χημικής βιομηχανίας, οι εν- διαφερόμενες κυβερνήσεις προχώρησαν στη σύναψη διεθνών συμφωνιών ώστε να εξασφαλίσουν ότι και τα υπόλοιπα κράτη θα δεσμεύονταν προς την ίδια κατεύθυν- ση. Η υλοποίηση των συμφωνιών αυτών δεν προκάλεσε σημαντικές αντιδράσεις, αφού το κόστος της κατάργησης της παραγωγής των επιβλαβών ουσιών και της μετάβασης σε υποκατάστατες ουσίες δεν ήταν μεγάλο, τόσο για τις αναπτυγμένες χώρες όσο και για τις αναπτυσσόμενες, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν για να συμ- μορφωθούν με τις διεθνείς επιταγές. Η απόφαση της διεθνούς κοινότητας να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή ως «ένα ακόμη διεθνές περιβαλλοντικό πρόβλημα» 199 , το οποίο θα μπορούσε να λυθεί με βάση το επιτυχημένο πρότυπο θεσμικής συνεργασίας για την προστασία της στι- βάδας του όζοντος, περιόρισε εξαρχής τις επιλογές δράσης και καθυστέρησε ση- μαντικά τη διεθνή συνεργασία. Όπως φάνηκε αργότερα, τα εργαλεία του διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου, τόσο τα παραδοσιακά (νομοθεσία, μετρήσεις, στόχοι και χρονοδιαγράμματα εφαρμογής, ελεγκτικοί μηχανισμοί) όσο και τα πιο σύγχρονα (μηχανισμοί της αγοράς, επιχειρηματικά πρότυπα και αρχές), δεν μπορούσαν να δώσουν ικανοποιητικές λύσεις σε ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα. Οι εκπομπές των επιβλαβών αερίων που προκαλούν την κλιματική αλλαγή δεν συνδέονται με έναν οικονομικό κλάδο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της τρύπας του όζοντος, αλλά με πολλούς κλάδους, τις μεταφορές, τη γεωργία, τη βιομηχανία και, κυρίως, με την ενέργεια. Είναι δηλαδή μία πρόκληση που συνδέεται με το κυρίαρχο πρότυπο ανά- πτυξης, ένα πρότυπο που θεμελιώνεται «στην πεποίθηση ότι το ελεύθερο εμπόριο και οι η οικονομική μεγέθυνση μπορούν ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν την παγκό- 198. David Victor (2011), όπ.π ., σελ. 45. 199. Timo Koivurova (2012), Introduction to International Environmental Law , London: Routledge, σελ. 187.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=