ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η Οπτική της Εγκληματολογίας της Κοινωνικής Αντίδρασης και της Κριτικής Εγκληματολογίας 1. Εισαγωγικά Η πρόσληψη του δράστη ως δημοσίου κινδύνου που απειλεί την κοινωνική συ- νοχή, θα τεθεί σε αμφισβήτηση στο πλαίσιο τριών θεωρητικών ρευμάτων που αρθρώθηκαν στον αντίποδα του θετικισμού. Η πρώτη τάση περιλαμβάνει τις θε- ωρίες που αντλούν από την προσέγγιση της συμβολικής διαντίδρασης του Mead και συγκροτούν τη λεγόμενη Εγκληματολογία της Κοινωνικής Αντίδρασης. Η δεύ- τερη, επικεντρώνεται στο ζήτημα της σύγκρουσης ως κεντρικού στοιχείου της κοινωνίας με έμφαση στον ρόλο των κοινωνικών δομών και σχέσεων εξουσίας στην ανάπτυξη του εγκληματικού φαινομένου. Στην τρίτη, εντάσσονται οι προ- σεγγίσεις, που εμπνέονται από τον μαρξισμό και την κριτική θεωρία και εστιά- ζουν στους κοινωνικοπολιτικούς όρους δόμησης του εγκληματικού και ποινικού φαινομένου. Η ανάλυση της «πολιτικής οικονομίας του εγκλήματος», αναπτύχθη- κε μεταπολεμικά σε Ευρώπη και Αμερική, κατά τις ανατρεπτικές δεκαετίες του ’60 και του ’70, θεμελιώνοντας τη Σχολή της Ριζοσπαστικής ή Κριτικής Εγκλημα- τολογίας. 1 1. Σημειώνεται ότι ο όρος θεωρίες της σύγκρουσης χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους Αμερικα- νούς εγκληματολόγους Vold, Turk, Quinney και Chambliss, δεδομένου ότι τη δεκαετία του ’50 στις Η.Π.Α οποιαδήποτε αναφορά σε σοσιαλιστικές ή μαρξιστικές ιδέες ισοδυναμούσε με κοινω- νικό κίνδυνο και απειλή. Ως εκ τούτου οι ανωτέρω πανεπιστημιακοί πρόκριναν την προβολή της συγκρουσιακής διάστασης της νέας προσέγγισης, η οποία εστιάζει στις δομικές αντιφάσεις και ανισότητες του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, ως καθοριστικών όρων για τον ορισμό και του εγκλήματος και της ποινής. Από την άλλη, στην ηπειρωτική Ευρώπη επικράτησαν οι όροι Κριτι- κή, Ριζοσπαστική ή Μαρξιστική εγκληματολογία με σαφείς επιρροές τόσο από την μαρξιστική θεωρία και μέθοδο, όσο και από τα φιλοσοφικά κινήματα του Δομισμού και του μεταδομισμού που άνθησαν μεταπολεμικά στη Γαλλία με κυριότερους εκπροσώπους τους Levι- Strauss, Althuss- er, Πουλαντζά, Godelier, Lacan, Barthes, και Foucault και της κριτικής κοινωνιολογικής σκέψης που άνθισε κυρίως στη σχολή της Φρανκφούρτης (Horkheimer, Adorno, Marcuse). Graham, S. (1974),“The Rise of Critical Criminology” The Journal of Criminal Law and Criminology , v. 65 (2), pp. 206-213 και Lynch, M. ed. (1997) Radical Criminology . Aldershot: Dartmouth., σ. xi-xxviii. Βιδάλη, (2013), ό.π., σ. 171. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι στην Κριτική Εγκληματολογία εντάσσε- ται και το νεότερο ρεύμα της πολιτισμικής εγκληματολογίας, το οποίο μπολιάζει την μαρξιστική ανάλυση με τον λόγο περί ιδεολογίας και ηγεμονίας του Gramsci. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της κατεύθυνσης θεωρούνται ο Stuart Hall και ο Stanley Cohen, ενώ από τους νεότερους ο Keith Hayward και ο J. Ferrell. Βλ. Michalowski, R., (1985), ό.π., σ. 11-13 και
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=