ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

132 | Νεανική Παραβατικότητα & Αντεγκληματική Πολιτική συμβόλων, αντίστοιχα και η νόηση δεν συνιστά μία εγγενή αυθύπαρκτη ιδιότητα αλλά το αποτέλεσμα μίας κοινωνικής διεργασίας. 15 Η συμβολή της θεωρίας του Mead στην εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης υπήρξε πολύ μεγάλη. Και τούτο διότι ανέδειξε μία τελείως διαφορετική διάστα- ση της πραγματικότητας ως μία σύνθετη, δυναμική, βολονταριστική και διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία και όχι μία στατική δομή. Τα κοινωνικά υποκείμενα προσδιορίζουν και προσδιορίζονται από τον κόσμο που τα περιβάλλει μέσα σε μία διαρκή σχέση αμοιβαίας αλληλεπίδρασης, ενώ αναπτύσσουν δράσεις και συμπεριφορές ανάλογα με τις ερμηνείες που αποδίδουν στα εξωτερικά ερεθί- σματα. Η κοινωνιολογική σκέψη, μέσω της θεωρίας της συμβολικής αλληλεπί- δρασης, μεταφέρθηκε σ’ ένα μέσο επίπεδο ανάλυσης που δεν έχει ως αφετηρία μόνο τις κοινωνικές δομές, αλλά αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο τα δρώντα υποκείμενα, μέσω πολύπλοκων διαντιδράσεων, συγκροτούν, αναπαράγουν και μετασχηματίζουν την κοινωνική πραγματικότητα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία σύνθετη συμβολική κατασκευή. 16 Ταυτόχρονα, ενσωματώνει ένα αναστοχα- στικό και υποκειμενικό στοιχείο στο μέτρο που εξετάζει την αντανάκλαση του νοήματος που αποδίδεται στα πράγματα (ή τους ανθρώπους), στην ίδια τη φύση των πραγμάτων. Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας, μέσα από υποκειμενικά νοήματα και ερμηνείες, αποτέλεσε μία ιδέα καθοριστική για την εγκληματολογική θεωρία. Και τούτο διότι αν η πραγματικότητα κατασκευάζεται μέσα από το νόημα που αποδίδεται στις πράξεις και τα πράγματα, τότε και το «έγκλημα» -και συνακόλου- θα ο «εγκληματίας»- δεν αποτελούν οντολογικά στοιχεία, «πράγματα» ή γεγο- νότα, αλλά κοινωνικά προσδιορισμένες έννοιες, συναρτώμενες με την ερμηνεία που τους αποδίδεται. Ακολουθώντας το νέο αυτό μονοπάτι ο Frank Tannenbaum, ήδη από το 1938, θα θέσει το ερώτημα «γιατί ενώ πολλοί νέοι παραβιάζουν τον νόμο, ορισμένοι μόνο συλλαμβάνονται;» Στον προβληματισμό αυτό θα υποστη- ρίξει πως ο «παραβατικός νέος» κατασκευάζεται μέσα από τρεις φάσεις: α. τον χα- ρακτηρισμό, β. τη δραματοποίηση του κακού και γ. την απομόνωση. Στην πρώτη φάση η κοινωνία προσδιορίζει μία πράξη ως «κακή» χαρακτηρίζοντας και το άτο- μο ως «κακό» και ύποπτο για τέλεση νέων «κακών πράξεων». 17 Στη συνέχεια το κακό δραματοποιείται (dramatization of evil) μέσα από τον χωρισμό του ατόμου από το περιβάλλον του και την υποβολή του σε ειδική θεραπεία ή μεταχείριση. 18 Στη δεύτερη αυτή φάση, η αποκοπή από την κοινωνία έχει ως συνέπεια την από- κτηση μίας νέας κοινωνικής ταυτότητας, μέσα από τον επαναπροσδιορισμό του 15. Ritzer, G. (2000), ό.π., σ. 242. 16. Μουζέλης, N. (2000), ό.π., σ. ix. 17. Tannenbaum, F. (1938), Crime and the community , New York & London: Columbia University Press. σ. 17-19. 18. Tannenbaum, F. (1938), ό.π., σ. 19-21.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=