ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η Οπτική της Εγκληματολογίας της Κοινωνικής Αντίδρασης & της Κριτικής Εγκληματολογίας | 133 κοινωνικού υποκειμένου απέναντι στον εαυτό του και τους άλλους. Είναι ακρι- βώς σε αυτό το σημείο που το κοινωνικό υποκείμενο απορροφά, στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλόδρασης τον χαρακτηρισμό που του αποδίδεται, με αποτέλε- σμα να «μεταβάλλεται σε αυτό που έχει περιγραφεί ότι θα γίνει». 19 Υπό αυτή τη συλλογιστική, η παρέκκλιση δεν αντιμετωπίζεται ως σύμπτωμα ατομικής ή κοινωνικής παθολογίας. Τουναντίον, προσλαμβάνεται ως προϊόν κοι- νωνικής κατασκευής, ως απότοκος μίας σύνθετης κοινωνικής διαδικασίας αλλη- λόδρασης με έντονα υποκειμενικά και αναστοχαστικά στοιχεία, κατά την οποία κάποια άτομα που παραβιάζουν τον νόμο απομονώνονται και χαρακτηρίζονται ως «παρεκκλίνοντες», «εγκληματίες» και «επικίνδυνοι» ενώ κάποια άλλα όχι. Ο δρόμος για τη διατύπωση της θεωρίας της ετικέτας ήταν ήδη ανοιχτός. 2.2 Η θεωρία της ετικέτας Η οντολογική διάσταση του εγκλήματος αμφισβητήθηκε ανοιχτά από τη θεωρία της ετικέτας (labelling approach), μεταφέροντας τον προβληματισμό από τον παραβάτη και τους όρους διαμόρφωσης της συμπεριφοράς του, στις κοινωνικές διεργασίες απόδοσης του χαρακτηρισμού κάποιας συμπεριφοράς ως εγκληματι- κής ή ενός ατόμου ως «επικίνδυνου», «εγκληματία» κτλ. 20 Σημαντικές στην κατεύ- θυνση αυτή υπήρξαν οι αναπτύξεις του κοινωνικού ψυχολόγου Edwin Lemert και του κοινωνιολόγου Howard Becker. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Lemert έθεσε στο επίκεντρο της μελέ- της του τις αναμορφωτικές πρακτικές απέναντι στους παραβατικούς ανηλίκους, διαπιστώνοντας πως ο βιολογικός, ψυχολογικός και κοινωνιολογικός θετικισμός, που αποτελούσαν τις θεωρητικές προκείμενες του αναμορφωτικού ιδεώδους, είχαν οδηγήσει σε μία διεύρυνση της θεσμικής παρέμβασης απέναντι στους τρόπους συμπεριφοράς, τις αξίες και τις κοινωνικές σχέσεις των νέων. Από την έρευνα του προέκυψε ότι οι ορισμοί της παραβατικότητας των ανηλίκων δεν εδράζονται σε κάποια ιδιαίτερα βιο-ψυχικά χαρακτηριστικά αλλά προκύπτουν ύστερα από κοινωνικές αποφάσεις και ορισμούς μέσα από τις επίσημες πρακτι- κές κοινωνικού ελέγχου. Έτσι, ενώ οι περισσότεροι νέοι παραβιάζουν σε κάποια φάση το νόμο, μόνο λίγοι χαρακτηρίζονται ως «παραβατικοί», με συνέπεια να κι- νητοποιούνται οι μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου (σύλληψης-καταγραφής, ταξι- νόμησης, καταδίκης και αναμόρφωσης). Οι τελευταίοι, όχι μόνο δεν λειτουργούν αποτρεπτικά αλλά συντελούν στην περαιτέρω παρέκκλιση των ανηλίκων 21 . Η κοι- νωνική αντίδραση, συνεπώς, απέναντι σε μάλλον ασήμαντες και χαμηλής ηθικο- 19. Tannenbaum, F. (1938), ό.π., σ. 20. 20. Δημόπουλος, Χ. (2012), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας , συνεργασία με . Β. Θεολόγη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 41-42. 21. Muncie, J. (2009), ό.π., σ. 125.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=