ΟΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΕΚΠΙΠΤΟΜΕΝΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ
7 Άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής τερων της μίας δαπανών, βάσει ενός δειγματοληπτικού ελέγχου κάποιων από αυτές, οι οποίες κρίθηκαν ως μη εκπεστέες. (Βλ. ΣτΕ 1729/2013, όπου η φορολο- γική αρχή όφειλε να προβεί στον έλεγχο μιας εκάστης εγγραφής, για την οποία δεν υφίσταται νόμιμο παραστατικό στοιχείο, και όχι στον κατά προσέγγιση προσ- διορισμό των μη εκπιπτόμενων δαπανών δειγματοληπτικά, κατά τα ανωτέρω, λόγω έλλειψης των δικαιολογητικών). Ωστόσο, η φορολογική Διοίκηση δεν υποχρεούται να τεκμηριώσει τη μη έκπτωση της εκάστοτε δαπάνης με αδιάσειστα στοιχεία, που να αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής επιβάλλει να μην καθιστούν οι αρχές ή οι κανόνες που διέπουν το είδος και τον βαθμό απόδειξης της ύπαρξής της αδύνατη, ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας από τη Διοίκηση. Ως εκ τούτου, η μη έκπτωση της εκάστοτε δαπάνης μπορεί να προκύπτει κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής Διοίκησης, όχι μόνο με βάση άμεσες, αλλά και έμμεσες αποδείξεις (άλλως τεκμήρια), ήτοι αντικειμενικές και συγκλίνουσες εν- δείξεις, οι οποίες συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκού- ντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης. Τούτο δεν συνι- στά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση κα στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων (ΣτΕ 2934/2017, ΔΕΔ 1033/2019). Κατ΄ εξαίρεση, το βάρος απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων για την έκπτωση των δαπανών φέρει ο ίδιος ο φορολογούμενος (αναστροφή του βάρους απόδειξης), στην περίπτωση της δαπάνης του άρ. 23, περ. ια΄ ΚΦΕ, ήτοι στην περί- πτωση της δαπάνης που καταβάλλεται σε φορολογικούς κατοίκους κρατών μη συνεργάσιμων ή υποκείμενων σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Οι εν λόγω δαπάνες εκπίπτουν, εάν ο φορολογούμενος αποδείξει τη συνδρομή τόσο των γενικών προϋποθέσεων του άρ. 22 ΚΦΕ, όσο και των ειδικών προϋπο- θέσεων του άρ. 23, περ. ια΄ ΚΦΕ, σύμφωνα με το οποίο οι δαπάνες αυτές αφορούν σε πραγματικές και σε συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίων με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή. V. Άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής Κατά της οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, με την ο- ποία διαπιστώθηκε ότι ο αρχικός προσδιορισμός φόρου είναι ανακριβής ή εσφαλμένος, λόγω της έκπτωσης κάποιας μη εκπιπτόμενης δαπάνης, ο φορο-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=