ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ

1 Πριν από δέκα περίπου χρόνια, την 1.12.2009, και βάσει της Μεταρρυθμιστικής Συν- θήκης (Συνθήκη Λισσαβώνας, 2007/2009) τέθηκαν σε ισχύ ταυτόχρονα η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένω- σης (ΣΛΕΕ) και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔ). Ιδιαίτερα η έναρξη ισχύος του Χάρτη αποτελεί σταθμό για την ευρωπαϊκή ενοποίηση γενικά και για την ενδυνάμωση της κοινοτικής/ενωσιακής έννομης τά- ξης ειδικότερα. Κι αυτό, όχι μόνον λόγω του μηνύματος ενότητας και προόδου που εκπέμπεται από την ύπαρξη ενός Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην Ευρωπα- ϊκή Ένωση, αλλά και επειδή η διαδικασία, από την οποία προέκυψε ο Χάρτης, έχει μακρά και περιπετειώδη ιστορία. Oι ιδρυτικές των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνθήκες δεν περιείχαν συγκεκριμένα στοιχεία για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο εσωτερικό των τρι- ών Κοινοτήτων ή τουλάχιστον οι σχετικές ενδείξεις ήταν ελάχιστες 1 . Το κενό στην έννομη προστασία της κοινοτικής έννομης τάξης αναφάνηκε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 2 . Το πρόβλημα οξύνθηκε και απέκτησε ευρύτερες διαστάσεις κατά την επόμενη δεκαετία, του ’70, ιδίως με τις θέσεις που εξέφρασαν ορισμένα ανώτατα δικαστήρια κρατών μελών, απείλησε δε σοβαρά τα ίδια τα θεμέλια του κοινοτικού οικοδομήματος 3 . Η άμεση και προσεκτική αντίδραση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) απέτρεψε τις αντιπαραθέσεις με τα ισχυρά αυτά εθνικά δικαιοδοτικά όργανα. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τα πρώτα χρόνια διακήρυξε με τις αποφάσεις του ότι η κοινοτική έννομη τάξη, παρά την απουσία καταλόγου θεμελι- ωδών δικαιωμάτων, δεν είναι δυνατόν να αγνοεί την ανάγκη σεβασμού των δικαι- ωμάτων αυτών. Εφόσον όμως οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες αποτελούν νέα, αυτόνομη έννομη τάξη, διαφορετική από τις εθνικές αντίστοιχες, η νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων δεν μπορεί να μετράται με κριτήριο εθνικές αρχές ή εθνι- κά συνταγματικά δικαιώματα. Η προοπτική αυτή θα έθιγε την ενότητα και αποτε- λεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, προς αποφυγή δε του κινδύνου αυτού, το 1. Η σημαντικότερη αφορούσε το άρθρο 7 της συνθήκης ΕΟΚ, που απαγόρευε τις διακρίσεις λόγω ιθα- γένειας, ενώ και το άρθρο 119 της ίδιας συνθήκης θα μπορούσε να θεωρηθεί ανάλογου χαρακτήρα, εφόσον επέβαλε την αρχή της ισότητας αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιθαγένεια της Ένωσης και την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης προστέθηκαν πολύ αργότερα, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992/1993), τότε ως άρθρα 8-8Δ της συνθήκης ΕΚ. 2. Βλ. ΔΕΚ 12.11.1969, 29/69, Stauder, EU:C:1969:57, σκ.7. 3. Βλ. ιδίως τη γνωστή ως Solange I απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, της 29.5.1974, BVerfGE 37.271= ΤοΣ 1981.355 επ.· Ε.Σ ΑΧΠΕΚΙΔΟΥ , Eυρωπαϊκό Δίκαιο , 2 η έκδοση, 2013, σ.44-47. 1 2 3 Eισαγωγή

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=