ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ – Ο ΘΕΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΑΣΗ

Εισαγωγή: Η σύγχρονη αντίληψη για την αντασφάλιση 5 7. Όσον αφορά την κατάστρωση της κοινωνίας των συμφερόντων, ο αντασφαλιστής επιμελείται σχετικώς όχι αλλοτρίας υποθέσεως, αλλά ιδίας υποθέσεως. Έχει αδειοδοτηθεί προκειμένου να καταρτίζει αντασφαλιστικές συμβάσεις, ακριβώς διότι, κατόπιν ελέγχου από την Εποπτική Αρχή, κρίθηκε ότι πληροί τις προϋπο- θέσεις για να καταστρώνει την εκάστοτε κατάλληλη κοινωνία συμφερόντων, την οποία απαιτεί η συγκεκριμένη κατηγορία αντασφαλιστικών συμβάσεων. 16 Αν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την, βάσει επιχειρηματικού σχεδίου, οργάνωση τέτοιας κοινωνίας συμφερόντων, εντός μάλιστα επιστημονικώς καταστρωμένου και από την Εποπτική Αρχή αδειοδοτημένου κλάδου ή κλάδων ασφάλισης, δεν μπορεί, συνεπώς, να χαρακτηρισθεί ως αντασφαλιστική η συναπτόμενη σύμβαση. 17 8. Η επιμέλεια αυτής της υποθέσεως ως ιδίας, κατά τα ανωτέρω, και, συναφώς και ιδίως, η ετοιμότητα του αντασφαλιστή να καταβάλει αντασφάλισμα στην περί- πτωση της επελεύσεως αντασφαλιστικής περιπτώσεως, αποτελεί άλλωστε μη αυτοτελή παρεπόμενη αλλά διαρκή υποχρέωση του αντασφαλιστή προς παροχή με βάση την αντασφαλιστική σύμβαση. Ως προς την οποία παροχή, ο αντασφαλι- στής λαμβάνει αμοιβή. Η αμοιβή καλύπτει και τις δαπάνες του. 18 H αμοιβή είναι ενσωματωμένη στο αντασφάλιστρο. 9. Υπ’ αυτή τη θεώρηση, το αντασφάλιστρο αναδεικνύεται σε άξονα, περί τον οποίο στρέφονται, αφ’ ενός η οργάνωση της Αντασφαλιστικής Επιχειρήσεως 19 και, αφετέρου, η αντασφαλιστική σύμβαση 20 . Στο αντασφάλιστρο αντικατοπτρίζεται ο βαθμός της ασφαλισιμότητας του κινδύνου και ο βαθμός της αντασφαλισιμότητας του ασφαλιστή. 21 Στην παρούσα εργασία, ο τεχνικός όρος της αντασφαλισιμότητας αναφέρεται στη συσταλτική λειτουργία του όρου, ως κριτηρίου, κάτω του οποίου κατ’ αρχήν δεν ενδείκνυται η χορήγηση αντασφαλιστικής κάλυψης. Versicherer mit Versicherungsnehmern abschliesst » (έμφαση του γράφοντος). Βλ. και Wandt , Versicherungsrecht, ό.π. (σημ. 4), Rn 96, 109. Präve, εις Prölss/Dreher , VAG, ό.π. (σημ. 10), § 1, Rn 26: «Auch die Vorstellung einer Gefahrengemeinschaft findet keine Entsprechung in den üblichen Vertragsabreden, da es keine rechtlich geprägte Gruppe mit kollektiven Ansprüchen gibt. Hierbei handelt es sich … eher um “eine romantisierende juristische Umschreibung des versicherungstechnischen Ausgleichskollektivs” (έμφαση του γράφοντος), με περαιτέρω παραπομπές. 16.  Βλ. κατωτέρω στην § 4. 17.  Präve, εις Prölss/Dreher , VAG, ό.π. (σημ. 10), § 1, Rn. 38, 39. Π. Πέρδικας , Συμβολή στην ιστορία και την έννοια της ασφαλιστικής συμβάσεως, Εράνιον προς Γ.Σ. Μαριδάκην , Τόμος Β’, 1963, σελ. 411-426. 18.  Έτσι, ο Reimer Schmidt, εις Prölss, VAG, ό.π. (σημ. 10), Vorbem., Rn 12. 19.  Βλ. Mansion / Renaudin , Le fonctionnement technique d’une société d’assurances, ό.π. (σημ. 1), σελ. 1051. 20.  Claude Tendil , La tarification de l’offre: techniques et problèmes, εις François Ewald et Jean- Hervé Lorenzi (éditeurs), Encyclopédie de l’ Assurance, Paris (1998), σελ. 1065-1086. 21.  Περί των οποίων βλ. κατωτέρω § 5. Βλ., όμως, Cousy , Changing Insurance Contract Law, ό.π. (σημ. 3), σελ. 37-43.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=