ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ – Ο ΘΕΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΑΣΗ

ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ - Ο ΘΕΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΑΣΗ 8 Στην § 6, σκιαγραφείται η (προνομική) ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αντασφαλιστή και ασφαλιστή, η οποία και εμπεριέχει στοιχεία του καθόλου της αντασφαλιστικής σχέσης ως έννοιας λογικής. Το ∆εύτερο Μέρος αφορά στην πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση της αντασφαλιστι- κής δραστηριότητας, στοιχεία της οποίας και παρουσιάζει. Από τις αναλύσεις του ∆ευτέρου Μέρους προκύπτει ότι ο ενωσιακός και ο εθνικός νομοθέτης προχωρούν στη ρύθμιση με γνώση της πραγματικότητας και θέτουν δικλίδες προσαρμογής προς τις ανάγκες από τη συνεχή διακύμανση της πραγματικότητας. 29 Το ∆εύτερο Μέρος αποτελείται από τρία κεφάλαια. Στο Κεφάλαιο Τρίτο σκιαγραφείται (§ 7) η πρόσφατη, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πορεία προς μια μορφή κανονιστικής αυτορρύθμισης της ιδιωτικής αυτο- νομίας, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς της αντασφάλισης. Παραμένει ευθύνη των εποπτικών αρχών, οι οποίες ασκούν κυβερνητική αρμοδιότητα, το να επεμβαίνουν, εφόσον η αγορά δεν προσαρμόζεται. Οι εποπτικές αρχές ασκούν συναφώς αυτή την αρμοδιότητα με εργαλείο τους κανόνες ενός οικονομικού δικαίου της αντασφάλισης. Το δίκαιο αυτό έχει τον χαρακτήρα ειδικού δικαίου, οι κανόνες του οποίου υπερισχύουν των κανόνων του γενικού δικαίου. Οι κανόνες του είναι επανορθωτικοί και ενεργώς διαπλαστικοί της τάξεως, αλλά λειτουργικοί και κυμαινόμενοι με τη μορφή μέτρων που εισάγουν εξαιρετικό δίκαιο, ως προς το οποίο ισχύει η αρχή του ανακλητού. Με την εναλλαγή, δηλαδή, αυτονομίας, αφ’ ενός, και δημόσιου δικαίου φραγμών, αφ’ ετέρου, επιδιώκεται κατά περίπτωση η κατοχύρωση της διατήρησης της ιδιωτικής αυτονομίας στο οικονομικό πεδίο, σύμφωνα με την πολιτική φιλοσοφία ενός «συντεταγμένου φιλελευθερισμού». Στο Κεφάλαιο Τέταρτο (§§ 8 και 9) εκτίθεται η απαγόρευση της επ’ ευκαιρία άσκη- σης αντασφαλιστικής δραστηριότητας και αναλύεται η ρύθμιση του νέου θεσμού 29.  Ορθώς άλλωστε διδάσκεται από την κατεύθυνση του λεγόμενου «Institutionalistische Rechtspositivismus», ότι η υπό κοινωνιολογική έννοια ισχύς ορισμένης δικαϊκής τάξης δεν αντικαθιστά τον υπό την κανονιστική έννοια λόγο ισχύος της τάξεως αυτής. Ούτε καθιστά περιττή τη νομοθετική ρύθμιση. Βλ. Larenz , Methodenlehre der Rechtswissenschaft, 6. Auflage, 1991, σελ. 81 επ. και Φίλιππο ∆ωρή, Η ιδιαιτερότητα της κανονιστικής λειτουργίας των αρχών του δικαίου και η σημασία τους στο σύστημα του ισχύοντος δικαίου (με έμφαση στο υποσύστημα του ιδιωτικού δικαίου), ΧρΙ∆ 2020, 161, σελ. 171 σημ. 65. Με άλλες λέξεις αποτελεί τάξη που ενυπάρχει μεν στην ύλη του δικαίου και προϋπάρχει της νομικής ρυθμί- σεως της ύλης αυτής από τον νομοθέτη. Κατά τη διατύπωση του Helmut Coing , Grundzüge der Rechtsphilosophie, 5. Auflage, De Gruyter 1993, σελ. 189 επ.: «Was wir aus der “Natur der Sache” selbst nicht gewinnen können, ist die Einsicht in eine geschlossene Ordnung. Die Natur der Sache bietet uns Ordnungselemente, aber keine Ordnung selbst. Sie macht die ordnende Tat der Rechtssetzung nicht unnötig». Αλλ’ αφετέρου και ο άνθρωπος γενικώς, αλλά και ειδικότερα ο νομοθέτης όταν νομοθετεί, πρέπει να ξαναμάθουν «als Handelnder die Sachgesetzlichkeiten zu respektieren»: από τον Πρόλογο της Edith Eucken, εις Walter Eucken , Grundzüge der Wirtschaftspolitik, 6. Auflage, Tübingen 1990, σελ. XVII, herausgegeben von Edith Eucken / K. Paul Hensel . Tην έκτη έκδοση επιμελήθηκε και προλόγισε (σελ. V-XVI) ο Ernst-Joachim Mestmäcker .

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=