ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ – Ο ΘΕΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΑΣΗ

Εισαγωγή: Η σύγχρονη αντίληψη για την αντασφάλιση 9 της Αντασφαλιστικής Επιχείρησης, το σύστημα προληπτικής εποπτείας και η ratio legis του θεσμού της εξατομικευμένης εποπτείας μετά την Οδηγία 2009/138 (Φερεγγυότητα ΙΙ) και ήδη τον ν. 4364/2016. Στο Κεφάλαιο Πέμπτο (§§ 10-12) εξετάζεται το δίκαιο της αντασφαλιστικής σύμ- βασης, ως τούτο ισχύει μετά την Φερεγγυότητα ΙΙ. Ειδικότερα: Στην § 10 εκτίθεται ο επώνυμος πλέον κανονιστικός τύπος της αντασφαλιστικής σύμβασης, κατ’ αντιδιαστολή μάλιστα προς την αντασφάλιση πεπερασμένου κιν- δύνου και επισημαίνονται ειδικότερα τα στοιχεία αυτής ως συμβάσεως επαχθούς, αμφοτεροβαρούς, και αυτοτελούς έναντι της πρωτασφαλιστικής συμβάσεως. Συναφώς προσδιορίζεται το αντασφαλιστικό συμφέρον του πρωτασφαλιστή, το διαρκές της παροχής του αντασφαλιστή, το ζήτημα της αντασφαλιστικής αξίας και το πρόβλημα του πώς πρέπει να νοηθεί τυχόν υπαντασφάλιση, καθώς και το ζήτημα του αντασφαλίστρου. Η § 10 καταλήγει με παρατηρήσεις περί των πηγών του επί της αντασφαλιστικής συμβάσεως ισχύοντος ∆ικαίου. Στην § 11 αναλύεται ειδικότερα η ισχύουσα δικαϊκή τάξη της αντασφάλισης και ειδικότερα η νομική δόμηση της συναλλακτικής πραγματικότητας, το εσωτερικό σύστημα δικαίου που την διέπει, στοιχεία της συμβατικής δικαϊκής τάξεως, αλλά και οι πρόσθετοι όροι που το ισχύον δίκαιο παρέλαβε από το «αυτοφυές» ούτως ειπείν δίκαιο των συναλλαγών. Περαιτέρω, εκτίθενται τα της τυχόν υπάρχουσας ασυμμετρίας στην πληροφόρηση και η συναφής υποχρέωση πληροφόρησης, καθώς και παρατηρήσεις επί παρεπόμενων αυτοτελών και μη αυτοτελών υποχρεώσεων από την αντασφαλιστική σύμβαση. Στην § 12 διακρίνονται οι «ανώνυμοι» δομικοί τύποι παραδοσιακής αντασφάλισης, πρώτον σε προαιρετική αντασφάλιση και σε συμβατικώς υποχρεωτική αντασφά- λιση, αναλόγως του τρόπου της δεσμεύσεως των μερών από την αντασφαλιστική σύμβαση. ∆εύτερον, σε αναλογική αντασφάλιση και μη αναλογική αντασφάλιση, με περαιτέρω διακρίσεις αναλόγως του τρόπου ή της μεθόδου καλύψεως του αντασφαλιστικού κινδύνου. Συναφώς, εξαίρεται το γεγονός, ότι, μετά την Φερεγγυότητα ΙΙ, οι επί μέρους μορφές αντασφάλισης, παραδοσιακές ή νέες, οι οποίες καταρτίζονται ελεύθερα, βάσει της ισχύουσας ελευθερίας των συμβάσεων, οφείλουν, αφ’ ετέρου, να πληρούν εκάστοτε τα essentialia του επώνυμου κανονιστικού τύπου, όπως αυτός έχει τεθεί και ρυθμίζεται από την Φερεγγυότητα ΙΙ και τον ν. 4364/2016. Σε αντίθετη περί- πτωση δεν αποτελούν συμβάσεις αντασφαλίσεως, αλλά συμβάσεις άλλου είδους. Ακολουθεί Επίμετρο.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=